One more last time. Από την Ζυράννα Ζατέλη
BRASSAÏ, Le Pont du Carrousel, 1932 |
Ήταν ο τρίτος μεγάλος έρωτας της ζωής μου - κι αν γίνω πιο χατιρική, μπορεί και ο δέκατος τρίτος. Γάλλος που διαδέχτηκε τον Πορτογάλο, έτσι έτυχε. Κι έφερε το όνομα Vincent, που στα ελληνικά μεταγράφεται ως Βενσάν, μα εγώ το προτιμούσα Βανσάν, με καθαρά και μεγάλα α, για να κάνει συνειρμό με το Βάσανο. Παρισινίζω και βανσανίζομαι μου άρεζε να γράφω στους φίλους μου όποτε πήγαινα στο Παρίσι να τον δω, ή στα πρώτα χρόνια του ειδυλλίου που ζούσα, κατά το ήμισυ, εκεί. Το έγραψα μία, το έγραψα δύο... είχα πάθει ζημιά με αυτό το λογοπαίγνιο κι έγινε πλέον το σταθερό μοτίβο στις καταιγιστικές εκείνες κάρτες μου απ' το Παρίσι.
Γνωριστήκαμε κατακαλόκαιρο στην πόλη του, κάτω απ' τη γέφυρα του Λούβρου, την επονομαζόμενη Carrousel, και παραφράζοντας τον στίχο του Απολλιναίρ που αναφέρεται στη γέφυρα Mirabeau, το έφερνα κι αυτό στα μέτρα μου:
Sous le Pont du Carrousel coule la Seine et nos amours...
27 Ιουλίου ήταν, στις επτά το απόγευμα, ντάλα μεσημέρι σχεδόν ακόμη και για τους Γάλλους, με έναν ήλιο που δεν έλεγε να δύσει, εκτός πια κι αν είχε ανατείλει ήδη, ειδικά για εμάς, ο μαύρος ήλιος και ξεδιπλώνανε τα φτερά τους οι κουκουβάγιες... Μυθιστορηματικό επεισόδιο, κεραυνοβόλο και «μεθοδικό», που δεν ξέρω αν θα μου πήγαινε ποτέ ο νους να το επινοήσω και καταστρώσω σε όλες τις απίστευτες λεπτομέρειες - στους ανθρώπους που διαθέτουν φαντασία αδάμαστη αρέσκεται η ζωή να τους θυμίζει ότι αυτή είναι η αρχηγός. Ουδεμία αντίρρηση.
Για παραπάνω από δέκα χρόνια ζούσαμε χώρια για να μη χωρίσουμε (το περισσότερο διάστημα τουλάχιστον το περνούσαμε «βάζοντας φωτιά» στα ταχυδρομεία...), ενώ τιμούσαμε το μοιραίο καλοκαιρινό συναπάντημα με το να καταφθάνει εκείνος στην Ελλάδα, απαράβατα, μέσα στην κάψα του Ιουλίου. Το τιμούσαμε και, φευ, το υπονομεύαμε εντέχνως, φιλοτεχνούσαμε σχεδόν τον αφανισμό μας, διότι αν ο έρωτας δεν είναι ο γιορτινά ντυμένος θάνατος, μάλλον δεν ξέρουμε τι μας γίνεται. Εμείς το ξέραμε φαίνεται, μεγάλα παιδιά άλλωστε, γι' αυτό και την κάθε θερινή δοξαστική «επέτειο» την αντιμετωπίζαμε ως ONE MORE LAST TIME.
Ισχυριζόμενος ότι στο Παρίσι έπινε μόνο τσάι και καφέ για να αντεπεξέλθει στις εκεί υποχρεώσεις του, ο Βανσάν έβγαζε τα εισαγωγικά από την «τρέλα» με το που πατούσε το πόδι του στη «χώρα του Βάκχου», κι έτσι μέρα με την ημέρα και χρόνο με τον χρόνο η όποια ευτυχία μάς αναλογούσε δεν είχε να ζηλέψει και πολλά από έναν εφιάλτη του Γκόγια... Άλλωστε, δεν ήταν μόνο ο ερχομός, ήταν κι ο γυρισμός. «Ή θα φύγω μεθυσμένος απ' τη χώρα σου», μου έλεγε, «κι άσε τις νουθεσίες, ή δεν θα φύγω καθόλου και ανάλαβέ με». Κλείνουν φέτος τέσσερα καλοκαίρια που δεν έγινε τρόπος να ξανάρθει ούτε να ξαναφύγει και κρατώ περί πολλού την πιο σπουδαία κουβέντα που άκουσα από στόμα εραστή: «Αν δεν μου λες ψέματα, δεν σε πιστεύω». Ούτε και 'γω εκείνον.
Και μετά ήρθαν οι γάτες.
Σχόλια