Παλίμψηστο Καβάλας Ανθολόγιο μεταπολεμικών λογοτεχνικών κειμένων
Ευρυπίδης Γαραντούδης – Μαίρη Μικέ (Εισαγωγή – Επιμέλεια – Ανθολόγηση), Παλίμψηστο Καβάλας. Ανθολόγιο μεταπολεμικών λογοτεχνικών κειμένων
Πόλη αφηγήτρια και αφηγημένη
Ακριβώς αυτή η ψηλάφηση της ποιητικής των διαδοχικών εγγραφών του χρόνου στο σώμα της πόλης και της επινοημένης πολιτείας μέσα στην αφήγηση (κατεύθυνση γνωστή και από την παλαιότερη μελέτη της Μ. Μικέ για τα Λογοτεχνικά πρόσωπα της Καβάλας στις εκδόσεις του Εντευκτηρίου) υπήρξε το βασικό desideratum των ανθολόγων – επιμελητών, σύμφωνα και με τον εκτεταμένο και ιδιαίτερα αναλυτικό πρόλογο. Η ανάδειξη του ιστορικού χαρακτήρα των λεκτικών αναπαραστάσεων, των λειτουργιών και αποτυπώσεων της πόλης στον χρόνο και της ιδιαίτερης μυθοποιητικής της παράδοσής αποτέλεσαν, μεταξύ άλλων, τα βασικά κριτήρια αυτής της, κατά συνέπεια, κειμενοκεντρικής προσέγγισης, με την επιπρόσθετη διάνοιξη περασμάτων και γεφυρών με τα υπόλοιπα κείμενα των ανθολογούμενων συγγραφέων.
Αναπόφευκτα οι κοινωνικο-οικονομικοί όροι της Καβάλας προσδιόρισαν την ισχνότητα της πολιτιστικής της ζωής και λειτούργησαν ανασταλτικά στην ανάπτυξη εντόπιας λογοτεχνικής κίνησης. Ο στραγγαλισμός της γραφής στο ασφυκτικό επαρχιακό περιβάλλον είναι δεδομένος. Όμως αξιοσημείωτη είναι, παρά το τέλμα της πνευματικής άπνοιας, η έκδοση τεσσάρων μεταπολεμικών λογοτεχνικών περιοδικών (Εννέα Οδοί, Αργώ και τα περίφημα Σκαπτή Ύλη και Υπόστεγο) που αποτέλεσαν σε πολλές περιπτώσεις φιλόξενα υπόστεγα εξαιρετικών κειμένων. Ούτως ή άλλως κάθε πόλη έχει τους συγγραφείς που πασχίζουν «την πολιτεία να την καταγράψουν», (Φώτης Πρασίνης, «Η πολιτεία και ο ουρανός»), «την ψαγμένη ματιά που έδινε άλλε διαστάσεις στη φθαρμένη εικόνα της, τη βαθύτερη ουσία της» (Κοσμάς Χαρπαντίδης, «Τα δώρα του πανικού») να αναδείξουν.
Σε μια τέτοια «περιήγηση στην πινακοθήκη με τα λογοτεχνικά πορτρέτα της πόλης» αναπόφευκτα διαφαίνεται η διπολική σχέση ανάμεσα στο εδώ και στο αλλού, μετατρεπόμενη σε σχέση ανάμεσα στο τώρα και το άλλοτε, με κίνδυνο εξωραϊσμού του παρελθόντος και ακύρωσης του παρόντος και με την οπτική γωνία της εξιδανίκευσης συχνά να διπλασιάζεται, τόσο μέσα από τα μάτια της νεότητας όσο και εκείνα του ενήλικα αφηγητή με την ύστερη γνώση (βλ. περίπτωση Δ. Αξιώτη και άλλων). Όταν δε ο συγγραφέας επιστρέφει ως ταξιδιώτης, θεάται την πόλη μέσα από το μάτι του ετερόχθονος, «καθώς η όραση, απαλλαγμένη από συνήθειες που την αμβλύνουν, μπορεί να εκτιμήσει τις λεπτομέρειες και να αποκαλύψει καταχωνιασμένα από τη συνήθεια τοπία». Τότε εκείνη αποκτά χαρακτήρα αναζωογονητικού και τροφοδοτικού πομπού (Β. Βασιλικός) αλλά και τόπο οδυνηρής υπαρξιακής περιπλάνησης, με την διπλή έννοια του ταξιδιού ως κυριολεξία και ως μεταφορά, δια της ανακάλυψης μιας άλλης όψης του τόπου (Γιώργος Χειμωνάς).
Η Ιστορία είναι παντού παρούσα, ακόμα κι όταν εμφανίζεται ως συλλογική απειλή για τον ιδιωτικό χώρο του ποιητικού υποκειμένου. Οι λέξεις περιηγούνται στα «χρωματισμένα από τη βαφή της» κομμάτια της πόλης: στα μπλόκια των καπνομάγαζων, στον αποπνικτικό εσωτερικό κόσμο της καπναποθήκης, στην βαριά μυρωδιά της τόγκας, στις ανηφόρες, στις αλάνες, στα σήματα της κοινωνικής ανθρωπογεωγραφίας της πόλης και στις γωνίες που γίνονται σύμβολα. Τα αδιόρατα νήματα του μύθου μπλέκονται αξεδιάλυτα με εκείνα της πρόσφατης ιστορικής μνήμης και του διαρκούς παρόντος των ονομάτων που «αφανώς τις ζωές κυβερνούν» (Μαρία Κυρτζάκη, «Ενδυμίων»). Από την άλλη, η πόλη συχνά αναγιγνώσκεται ως σώμα αγαπημένου προσώπου, σε μια σχέση ταυτόχρονης έλξης και απώθησης, μα συγκινησιακά πάντα ενεργή: «Έτσι, πανάρχαια πόρνη/σκύβω και σε μαζεύω κάθε βράδυ/από δρόμους σκονισμένους και μισόφωτα/σου βγάζω τις μπογιές και τα φτειασίδια/τα ψεύτικα στολίδια και τα λέπια/και σε κοιμίζω δίπλα στο σπέρμα μου/που βιάζεται κι αυτό να το συλλάβεις/για να μπορέσει αύριο να σ’ αγαπήσει/περισσότερο». (Διαμαντής Αξιώτης, Πολιτεία).
Εκδ. Καστανιώτης – Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας, 2009, 301 σελ.
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Εντευκτήριο, τεύχος 89 (Απρίλιος – Ιούνιος 2010).
Σχόλια