Ζυράννα Ζατέλη-Ηδονή στον κρόταφο
Πολυχώρος Τέχνης Αλεξάνδρεια: Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013,
στις 8:30μμ. Είσοδος ελεύθερη.
Τηλ. 210 867 365, Σπάρτης 14, Πλατεία Αμερικής.
Η πρώτη ηδονή, και μάλιστα στον κρόταφο, είναι μια φράση που με ακολουθεί από χρόνια, που την βρίσκω σε διάφορα παλιά μου σημειωματάρια –κυκλωμένη συνήθως από κόκκινα τοξάκια: μην ξεχαστεί! Μην ξεχαστεί!- και εξακολουθώ να την περνάω και στα νεώτερα, μέχρι να διακαιωθεί αυτή η αφανής επίμονη πορεία της, η μετάγγιση από χαρτί σε χαρτί......Στην πραγματικότητα είχε να κάνει με την πρώτη αληθινή τρομάρα, στον κρόταφο και παντού, το άλλο ήρθε μετά –η ηδονή-, εν είδει αποστάγματος ας πούμε, και με αφορμή ένα καθ’ όλα ταπεινό συμβάν. Ας τα πάρω με τη σειρά.
Η συγγραφέας Ζυράννα Ζατέλη, αφηγείται τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής -από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- ενός από τα πιο αυτοβιογραφικά της βιβλία, με τίτλο Ηδονή στον κρόταφο των εκδόσεων Καστανιώτη, διαλέγοντας η ίδια, ένα αποκαλυπτικό απόσπασμα από τις σελίδες του.
Στην σκάλα ήταν πάντα΄ εκείνην την παλιά ξύλινη σκάλα στο πατρικό μας, την εσωτερική, που όταν την ανέβαινα ή την κατέβαινα και πριν καλά–καλά φτάσω στην μέση, από το σούρουπο ιδίως και μετά, όλα άλλαζαν: μια σκιά έβγαινε και με κυνηγούσε και τσακιζόμουν να ξεφύγω, να πηδήσω όπως-όπως τα υπόλοιπα σκαλιά πριν με πιάσει!
Ούτε ουρά αλόγου να φύτρωνε στα ξαφνικά από πίσω μου και να την κοίταζα πως κάνει από δεξιά κι αριστερά για να μου δώσει μια στα μούτρα, ούτε τότε δεν θα λαχτάριζα τόσο, όσο μ’ εκείνη την αόρατη πανίσχυρη σκιά.Πως έπαιρνε όγκο απ’ το τίποτα, θρόιζε ή κλαψούριζε, θορυβούσε υπόκωφα… Και παρατρίχα δεν κατάφερνε τον σκοπό της, να με τραβήξει απ’ το πόδι, απ’ τα μαλλιά, γλύτωνα πάντα την τελευταία στιγμή, την πολύ τελευταία, αν και ακόμα ο νους μου έπλαθε την συνέχεια, αυτό που δεν πρόφτασε να συμβεί κι ασφαλώς μετά απ’ αυτό δεν είχε άλλο.
«Α-μα δουλειά…» μουρμούρισε μια θεία μου που της είχα ιδιαίτερη αδυναμία, αδελφή του πατέρα μου, και μόνο σ’ εκείνην το εκμυστηρεύθηκα μια μέρα.
«Και γιατί δεν την τρομάζεις κι εσύ να σ’ αφήσει ήσυχη, τί χαζά ειν’ αυτά, τί σε πέρασε;» με ρώτησε, λες κι ήταν στο χέρι μου να ‘ρθω σε συνεννόηση με μια σκιά, ένα μόρμορο. Έπειτα, μιλώντας για την σκιά έτσι η θεία, σαν να μιλούσε για άνθρωπο που δεν στέκεται στα καλά του, μ’ έκανε να αισθανθώ πως δεν το είχε πάρει στα σοβαρά.Κι αφού ούτε αυτή, η πιο συμπονετικιά απ’ το σόι, δεν μπορούσε να με βοηθήσει, να πει μια γλυκειά κουβέντα, να μου εξηγήσει, τί ελπίδα είχα να το εξομολογηθώ και στους άλλους.
Το φύλαξα για ένα, το περνούσα μόνη, ζόρι μεγάλο κάθε φορά. Αλλά κι ένα απερίγραπτο μυστικό. Και πόσο να ‘μουν τότε, έξι ετών; Επτά; Το πολύ εννέα;… Τέλος πάντων, σαν να λέμε εννιά ημερών ο κόσμος, στο ξεκίνημα των καιρών.
Και μετά από σαράντα χρόνια όμως, βάλε πόσες χιλιάδες μερόνυχτα, αδυνατώ να δώσω μιαν απάντηση ως προς το πότε έγινε η αρχή μ’ εκείνον τον φόβο, πόσο κράτησε, τι τον γέννησε. Κάτι σαν ο θάνατος ήταν, ένα τέτοιο πράγμα, που παραφύλαγε να μου κόψει τα ήπατα κι ύστερα πάλι μ’ άφηνε.Για να ξανάρθει, να ξαναφύγει… και πάντα έμοιαζε μια πρώτη φορά, δεν είχε παρελθόν αυτή η ιστορία. Κι ούτε γινόταν ν’ αποφύγω να περνώ την σκάλα που ένωνε το κάτω με το επάνω πάτωμα.
Μ’ έστελναν για θελήματα επάνω, να πάω αυτό, να φέρω εκείνο, ήμουν στο σπίτι ή μικρότερη, τα βράδυα εκεί κοιμόμασταν, εκεί μου παραχωρήθηκε κι ένα παράμερο δωμάτιο βορεινό να φτιάχνω τα μαθήματά μου από τις πρώτες ως τις τελευταίες τάξεις του σχολείου.
Μα ήταν, ναι, από το σούρουπο και μετά ήταν που ξεθάρρευε η σκιά κι η σκάλα περνούσε για χάρι μου σε άλλα χέρια.
Στο μεταξύ, επειδή έπρεπε να μαθαίνω να κάνω και δουλειές στο σπίτι, κανονικές δουλειές κι όχι απλά θελήματα, με βάλανε μια μέρα οι μεγαλύτερες αδελφές μου να σφουγγαρίσω αυτήν την σκάλα, να την τρίψω καλά με την βούρτσα κι από πάνω ένα δεύτερο χέρι με καθαρό υγρό πανί.
Δεν θυμάμαι τι εποχή ήταν όχι αναγκαστικά κατακαλόκαιρο. Σήκωσα τα μανίκια, έδεσα πίσω τα μαλλιά μου κι άρχισα να τρίβω, να τρίβω… κι όταν κόντευα πια στα χαμηλότερα σκαλοπάτια, με το νερό στον κουβά να ‘χει μαυρίσει, ένοιωσα ξαφνικά να κυλάει στον κρόταφό μου μια σταγόνα ιδρώτα, πράγμα που με ανάγκασε να σταθώ ακίνητη, ενεά και συγκλονισμένη, ως να επρόκειτο για ροή αίματος στο πιο απίθανο –ή μάλλον πρόσφορο- σημείο του προσώπου: ίδρωνα για πρώτη φορά, ίδρωνα λοιπόν «σαν τους μεγάλους», στάθηκα άξια.Το βίωσα σαν υπέρτατη τιμή και ηδονή, αληθινή εμπειρία, και μάλιστα –τι σκέψη γέννησε ένα σταγονίδιο, τι θαρρετή υπόνοια- ήτανε λέει η σκιά που μού ‘κανε αυτό το δώρο, το αντίδωρο ή όπως ονομάζεται, για όλο εκείνο το μακρύ διάστημα που μόνο στόχο της είχε τα άλλα!...
Άφησα την βούρτσα μες στο νερό κι ανέβηκα πίσω την σκάλα σιγά-σιγά, με μιαν αβάσταχτη αδημονία και το κεφάλι γερτό στο πλάι σαν να μου σπάσαν τον λαιμό, μην τυχόν πέσει η σταγόνα απ’ τον κρόταφο και δεν προλάβω να την δω και στον καθρέφτη.
Δεν θα μπορούσα πλέον να πω τι είδα στον καθρέφτη όταν έφτασα, αν κατάφερα να διακρίνω κάτι, μάλλον θα στέγνωσε η σταγόνα μέχρι ν’ ανέβω ένα-ένα στα σκαλιά, χώρια που είναι άβολο το κοίταγμα σ’ εκείνο το σημείο του προσώπου χωρίς να στραβωθείς.
Δεν έχει όμως σημασία, αυτό που ήταν να συμβεί συνέβη κι η πρώτη ιστορία που παρακινήθηκα να γράψω ήταν τότε, το πρώτο ατόφιο σκίρτημα, ένας αλλοπαρμός από νεύματα, πλέγματα, καταφανή και ανεξιχνίαστα, που έμελλε να στοιχειώσουν την κροταφική μου χώρα και να τροφοδοτήσουν «γη κι ουρανό» της γραφής μου.
(Η πρώτη πάντως ιστορία χάθηκε, είναι η σκιά της που μ’ ακολουθεί).-
Με αφορμή το συγκεκριμένο βιβλίο, η συγγραφέας Ζυράννα Ζατέλη, θα βρίσκεται στις 11 Νοεμβρίου στον Πολυχώρο Τέχνης Αλεξάνδρεια, για μία εφ' όλης της ύλης Αφήγηση Έργου - Ζωής, στα πλαίσια του ομώνυμου σεμιναρίου της Κρυσταλίας Πατούλη, και εστιάζει ακριβώς σε αυτό:Πολυχώρος Τέχνης Αλεξάνδρεια: Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013, στις 8:30μμ. Είσοδος ελεύθερη. Τηλ. 210 867 365, Σπάρτης 14, Πλατεία Αμερικής.
Πώς να ανακαλύψει και να αξιοποιήσει κάποιος τον συγγραφικό του εαυτό, όχι μόνο για να γίνει συγγραφέας, αλλά κυρίως για να έρθει σε επαφή με την πηγή της έμπνευσης και των δεξιοτήτων της ζωής του για οτιδήποτε δημιουργικό και εκφράζοντας τον εαυτό του, εφόσον κάνουμε έργο μόνον ό,τι δεν απωθούμε!
Όποτε άλλωστε κανείς κινητοποιεί τον βαθύτερο εαυτό του, εν δυνάμει μπορεί να προκαλέσει αμέτρητες δημιουργικές συνθέσεις. Και όταν ο άνθρωπος δημιουργεί είναι αδύνατον να παραμείνει άν-εργος... Το παραπάνω απόσπασμα, είναι μία από τις πιο τρανές αποδείξεις.
αναδημοσίευση από tvxs.gr
Σχόλια