Αναρτήθηκε από
Ελένη Ιωάννου
Ποιητές που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα
Guillaume Apollinaire (1880-1918)
Πολωνοϊταλικής καταγωγής, σχεδόν πατέρας του σουρεαλισμού, παρά τη μικρή ζωή του άφησε το στίγμα του στη μοντέρνα ποίηση αλλά κι ένα σκάνδαλο μεγατόνων, όταν το 1911 κατηγορήθηκε από τις γαλλικές αρχές ότι μαζί με τον Πικάσο έκλεψαν τη Μόνα Λίζα! Και για να σου λύσω την απορία, όχι, δεν αποδείχθηκε ποτέ ότι το έκανε αυτός.
Οίκτο δεν έχω πια για μένα
Τη σιωπηλή μου οδύνη δεν μπορώ να εκφράσω
Τα λόγια που λογάριαζα να ειπώ μεταβλήθηκαν σε άστρα
Ένας Ίκαρος προσπαθεί να ανυψωθεί ως τα μάτια μου
Κομιστής ήλιων φλέγομαι στο κέντρο δυο αστερισμών
Τι έκαμα στα θεολογικά θηρία της γνώσης
Σ’ αλλοτινούς καιρούς έρχονται οι νεκροί να με λατρέψουν
Κι έλπιζα να τελειώσει ο κόσμος
Μα το δικό μου τέλος σαν τη θύελλα καταφθάνει
Αμερικάνος ποιητής, ηγετική φιγούρα και η μία γωνία του αγίου τριγώνου της Beat γενιάς (Κέρουακ και Μπάροουζ οι άλλες δύο), φλογερός ειρηνιστής και φορέας αντιλήψεων που δίχασαν την αμερικάνικη και όχι μόνο κοινωνία.
Προσωπικός φίλος και λογοτεχνικός μέντορας του Bob Dylan κατάφερε μέχρι το τέλος της ζωής του να είναι ρηξικέλευθος και “μέσα” στα πράγματα.
Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλα,
υστερικά γυμνά και λιμασμένα,
να σέρνονται μέσα στους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας
μιαν αναγκαία δόση,
χίπστερς με αγγελικά κεφάλια να φλέγονται για την αρχαία ουράνια ένωση με την αστρική γεννήτρια μέσα στη μηχανή της νύχτας,
που φτωχοί κουρελιασμένοι με βαθουλωμένα μάτια και φτιαγμένοι στάθηκαν καπνίζοντας μέσα στο υπερφυσικό σκοτάδι τιποτένιων διαμερισμάτων αιωρούμενοι
πάνω από τις κορυφές των πόλεων βυθισμένοι στην τζαζ,
που πρόταξαν τους εγκεφάλους τους γυμνούς στον ουρανό κάτω απ’ τον Εναέριο σιδηρόδρομο και είδαν αγγέλους Μωαμεθανούς να τρεκλίζουν φωτισμένοι σε ταράτσες πολυκατοικιών,
που πέρασαν απ’ τα πανεπιστήμια με ήρεμα ακτινοβόλα μάτια με παραισθήσεις
του Αρκάνσας και τραγωδία με το φως του Μπλαίηκ ανάμεσα στους μελετητές του πολέμου,
που διώχτηκαν απ’ τις ακαδημίες λόγω τρέλας και έκδοσης στίχων ανήθικων στου κρανίου τα παράθυρα,
που διπλώθηκαν από τον φόβο ξεντυμένοι σε αξύριστα δωμάτια,
καίγοντας τα λεφτά τους στα καλάθια των αχρήστων και ακούγοντας τον Τρόμο μέσ’ απ’ τον τοίχο…
Αμερικάνικος θρύλος, ηγέτης του μοντερνιστικού κινήματος στην ποίηση και πηγή έμπνευσης για αμέτρητους λογοτεχνικούς απογόνους του. Βραβεύτηκε με Νόμπελ το 1948.
…ΝΤΑ
Ντάττα: Τι έχουμε δώσει;
Φίλε μου, τραντάζει το αίμα την καρδιά μου
Η φοβερή τόλμη μιας στιγμής παραδομού
Που η εποχή της φρόνησης ποτές δε θ’ αναιρέσει
Μ’ αυτή, μόνο μ’ αυτήν, έχουμε υπάρξει
Που κανείς δεν θα βρει μέσα στις νεκρολογίες μας
Μήτε σε θύμησες από την ελεητικήν αράχνη σκεπασμένος
Ή κάτω από σφραγίδες που έσπασε ο στεγνός δικηγόρος
ΝΤΑ
Ντάγιαντβαμ: Άκουσα κλειδί
Στην πόρτα να γυρίζει μια φορά μια φορά και μόνο
Σκεπτόμαστε το κλειδί, καθένας μες τη φυλακή του
Με τη σκέψη του κλειδιού καθένας βεβαιώνει τη φυλακή του
Μονάχα όταν βραδιάζει, αιθέρια ψιθυρίσματα
Για μια στιγμή ξαναζωντανεύουν έναν τσακισμένο Κοριολάνο [...]
Γάλλος και από τους σκαπανείς του κινήματος του σουρεαλισμού. Αμφιλεγόμενος όσο ελάχιστοι, ευλόγησε τις μεθόδους του Στάλιν ενώ δημόσια ενέκρινε τον απαγχονισμό του φίλου(!) του συγγραφέα Zavis Kalandra επειδή έκανε πολεμική κριτική στην στροφή των κομουνιστικών πρακτικών.
Ναι, μπορείς να γράφεις τρομερά πράγματα και να είσαι μεγάλο αρχίδι, ας μην το λησμονούμε αυτό.
Τι μένει απ’ ότι έχω πει για τον εαυτό μου
Ψεύτικους θησαυρούς εφύλαξα σ’ άδεια ντουλάπια
Ένα καράβι ανώφελο να με πάει
Από τα παιδικά μου χρόνια ως την ανία
Κι απ’ τα παιχνίδια μου ως την ώρα του αποκαμωμού
Από κάθε μου νέο ξεκίνημα στις χίμαιρες μου
Από τη θύελλα ως τον θόλο των νυχτών όπου ζω μοναχός
Από ‘να ερημονήσι δίχως καθόλου ζώα
Σε όλα τα ζώα που αγαπώ
Από μια εγκαταλειμμένη
Σε καινούργια πάντοτε γυναίκα
Μια πεντάμορφη
Μόνη πραγματική γυναίκα
Εδώ ή αλλού
Κάνοντας τους ξενιτεμένους να ονειροπολούν
Το χέρι που μου δίνει
τεντωμένο
Στο δικό μου μέσα καθρεφτίζεται
Χαμογελώντας λέω καλημέρα
Κανείς δεν την υποψιάζεται την άγνοια
Κι η άγνοια βασιλεύει
Ναι για τα πάντα είχα ελπίσει
Και για τα πάντ’ απελπίστηκα
Τη ζωή τον έρωτα τη λήθη τον ύπνο
Δύναμη και αδυναμία
Δεν με γνωρίζει πια κανείς
Τ’ όνομα μου ο ίσκιος μου έγιναν λύκοι
Ισπανός, ιδιαίτερα αγαπητός στην Ελλάδα αλλά και ένας εκ των κορυφαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων του 20ου αιώνα, φίλος του Νταλί και του Μπονιουέλ (βρείτε την ταινία “Ανδαλουσιάνος Σκύλος” για να δείτε το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους), εκτελέστηκε σε ηλικία μόλις 38 χρονών από τους φασίστες του Φράνκο στη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου χωρίς να βρεθεί ποτέ ο τάφος του.
Γειτόνισσες: μ’ ένα μαχαίρι
Μ’ ένα μικρό μικρό μαχαίρι,
Μια μέρα αφορεσμένη και πικρή,
Καν δυο καν τρεις θα ‘ταν η ώρα,
Δυο άντρες σκοτώθηκαν γι’ αγάπη
Μ’ ένα μικρό μικρό μαχαίρι
Π’ ούτε το χέρι δεν το πιάνει,
Μα κείνο μπαίνει παγωμένο
Στην ξαφνιασμένη μας καρδιά,
Και σταματάει εκεί που τρέμει
Θολή κι αξήγητη για πάντα
Η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής.
Κι είναι, σας λέω, ένα μαχαίρι
Ένα μικρό μικρό μαχαίρι,
Ψάρι χωρίς ποτάμι, χωρίς λέπια,
Π’ ούτε το χέρι δεν το πιάνει.
Κι όμως μια μέρα αφορεσμένη
Καν δυο καν τρεις θα ‘ταν η ώρα,
Με τούτο το μικρό μαχαίρι,
Δυο παλικάρια μείναν ξερά
Με πανιασμένα τα χείλη τους.
Ούτε το χέρι δεν το πιάνει
Μα κείνο μπαίνει παγωμένο
Στην ξαφνιασμένη μας καρδιά,
Και σταματάει εκεί που τρέμει
Θολή κι αξήγητη για πάντα
Η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής.
Αργεντίνος λογοτέχνης που έγινε κυρίως γνωστός για τα διηγήματα του. Υπήρξε όμως εξαίρετος ποιητής και όχι μόνο ενώ η καθολική αναγνώριση στη δουλειά του ήρθε μετά το 1965.
Το κρανίο, η κρυφή καρδιά,
οι δρόμοι του αίματος που δε βλέπω,
οι σήραγγες του ονείρου, αυτός ο Πρωτέας,
τα έντερα, ο σκελετός, ο αυχένας.
Είμαι όλ’ αυτά. Απίστευτο,
αλλά είμ’ ακόμα η μνήμη ενός σπαθιού
κι ενός μοναχικού ήλιου που δύει
και γίνεται χρυσάφι, ίσκιος, τίποτα.
Είμαι αυτός που βλέπει τις πλώρες από το λιμάνι.
Είμαι τα σπάνια βιβλία, οι σπάνιες
γκραβούρες, καταπονημένες απ’ το χρόνο.
Είμαι αυτός που ζηλεύει όσους έχουν κιόλας πεθάνει.
Ακόμα πιο παράξενο είναι να ‘σαι
ο άνθρωπος που πλέκει λέξεις μέσα σε μια κάμαρα.
Γάλλος λογοτέχνης, κυριότερος εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού και σημαντικότατη μορφή των ευρωπαϊκών γραμμάτων γενικότερα. Σπούδασε ψυχιατρική και συμμετείχε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Και τα δύο είναι εμφανή σε πολλά σημεία των πρώτων του έργων.
Τα τετράγωνα του αέρος σπάζουν με τη σειρά τους
Από καιρό πια δεν υπάρχουν καθρέφτες
Και οι γυναίκες καμώνονται μέρα και νύχτα πως δεν είναι τόσο ωραίες
Όταν πλησιάζουν τα πουλιά που πρόκειται να καθίσουν στον ώμο τους
Γέρνουν πίσω το κεφάλι απαλά χωρίς να κλείσουν τα μάτια
Το παρκέτο και τα έπιπλα στάζουν αίμα
Μια αράχνη στέκει στο κυανό της δίχτυ επάνω σ’ ένα άδειο πτώμα
Παιδιά κρατώντας ένα φανάρι προχωρούν μέσα στα άλση
Ζητούν από τα φύλλα τον ίσκιο των λιμνών
Μα οι σιωπηλές λίμνες ασκούν μεγάλη έλξη
Τώρα πια δεν φαίνεται στην επιφάνεια παρά ένα μικρό φανάρι που χαμηλώνει
Στις τρεις πόρτες του σπιτιού είναι καρφωμένες τρεις άσπρες κουκουβάγιες
Την ανάμνησιν των ερώτων της ώρας
Η άκρη των φτερών τους είναι χρυσωμένη σαν τις χάρτινες κορόνες
που πέφτουν στροβιλιζόμενες από τα νεκρά δένδρα
Η φωνή αυτών των μελετών βάζει γαϊδουράγκαθα στα χείλη
Κάτω από το χιόνι το αλεξικέραυνο γοητεύει τα γεράκια.
Γερμανός δραματουργός και σκηνοθέτης, πατέρας του επικού θεάτρου, αγαπήθηκε ιδιαίτερα στην Ευρώπη μετά το θάνατο του. Φλογερός κατήγορος του μιλιταρισμού, εξορίστηκε από τη χώρα του στο ξεκίνημα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και ενστερνίστηκε από κάποια στιγμή της ζωής του και μετά τη Μαρξιστική-Λενινιστική ιδεολογία.
Ι
Εγώ, ο Μπέρτολ Μπρεχτ, είμαι απ’ τα μαύρα δάση,
Στις πολιτείες μ’ έφερε η μητέρα μου
σαν ήμουν μέσα στο κορμί της. Κι η παγωνιά του δάσους
θα μείνει εντός μου ως τη στερνή τη μέρα μου.
ΙΙ
Την πολιτεία της ασφάλτου νιώθω σπίτι μου. Απ’ την αρχή
με όλα τ’ άχραντα μυστήρια εφοδιασμένος:
Μ’ εφημερίδες. Με καπνό. Και με κονιάκ.
Τεμπέλης και καχύποπτος και, τελικά, ευχαριστημένος.
ΙΙΙ
Με τους ανθρώπους είμαι φιλικός. Φοράω
σκληρό καπέλο αφού έτσι είν’ ο συρμός τους.
Λέω: Είναι ζώα που παράξενα μυρίζουν.
Και λέω πάλι: Δε βαριέσαι, είμαι όμοιος τους.
Χιλιανός λογοτέχνης βραβευμένος με Νόμπελ και ο σημαντικότερος ποιητής της Ν. Αμερικής μέσα στον 20ο αιώνα. Είναι γνωστός για τα ερωτικά του ποιήματα αλλά και για πολλά ακόμα που κρύβουν μέσα τους τη σπίθα της επανάστασης.
Πέθανε στη διάρκεια της δικτατορίας του Πινοσέτ, ο οποίος απαγόρεψε να γίνει ακολουθία στην κηδεία του ποιητή. Χιλιάδες άνθρωποι τον έγραψαν στα κάκαλα τους και μετέτρεψαν την ταφή του Νερούδα στην πρώτη δημόσια διαμαρτυρία ενάντια στην στρατιωτική δικτατορία.
Σκυφτός στο δειλινό, ρίχνω τα θλιμμένα δίχτυα μου
στα ωκεάνεια μάτια σου.
Εκεί γιγαντώνεται και καίει στην πιο ψηλή φωτιά
η μοναξιά μου που χτυπάει τα χέρια σαν το ναυαγό.
Κάνω σινιάλα κόκκινα, στ’ αφηρημένα μάτια σου
που κυματίζουν σαν τη θάλασσα στα πόδια κάποιου φάρου.
Μόνο σκοτάδια κρύβεις μέσα σου γυναίκα μακρινή, δική μου,
στιγμές από το βλέμμα σου προβάλλει η ακτή του τρόμου.
Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα θλιμμένα δίχτυα μου
σ’ εκείνη τη θάλασσα που φουρτουνιάζει τα ωκεάνεια μάτια σου.
Τα νυχτοπούλια ραμφίζουνε τα πρώτα αστέρια
που σπιθίζουνε σαν την ψυχή μου όταν σ’ αγαπώ.
Στη σκοτεινή φοράδα της καλπάζει η νύχτα
σκορπώντας γαλάζια στάχυα πάνω στον κάμπο.
Μεξικάνος συγγραφέας και διπλωμάτης, μετανοημένος κομουνιστής, σουρεαλιστής στα πρώτα του χρόνια και τρομερά πολιτικοποιημένος μετά τον Ισπανικό Εμφύλιο που τον επηρέασε αρκετά στο έργο του. Βραβεύθηκε με Νόμπελ το 1990.
Ν’ αγαπάς θα πει να μάχεσαι, ο κόσμος αλλάζει
όταν δύο εραστές φιλιούνται, οι πόθοι ενσαρκώνονται,
η σκέψη ενσαρκώνεται, φτερούγες φυτρώνουν
στους ώμους του σκλάβου, ο κόσμος
είναι πραγματικός και χειροπιαστός, το κρασί είναι κρασί,
το ψωμί ξαναβρίσκει τη γεύση του, το νερό είναι νερό,
ν’ αγαπάς θα πει να μάχεσαι, ν’ ανοίγεις πόρτες,
να παύεις να είσαι ένα πρωτοκολλημένο φάντασμα
καταδικασμένο στην αιώνια αλυσίδα
από έναν κύριο απρόσωπο.
ο κόσμος αλλάζει
όταν δύο όντα κοιτάζονται κι αναγνωρίζονται,
ν’ αγαπάς θα πει να γδύνεσαι τ’ όνομα σου:
“να μου επιτρέψεις να ‘μαι πουτάνα σου” είναι τα λόγια της
Ελοΐζας, αλλά αυτός υπέκυψε στους νόμους,
την πήρε για σύζυγο και για ανταμοιβή ευνουχίστηκε [...]
FRIDGE
Πολωνοϊταλικής καταγωγής, σχεδόν πατέρας του σουρεαλισμού, παρά τη μικρή ζωή του άφησε το στίγμα του στη μοντέρνα ποίηση αλλά κι ένα σκάνδαλο μεγατόνων, όταν το 1911 κατηγορήθηκε από τις γαλλικές αρχές ότι μαζί με τον Πικάσο έκλεψαν τη Μόνα Λίζα! Και για να σου λύσω την απορία, όχι, δεν αποδείχθηκε ποτέ ότι το έκανε αυτός.
[Οίκτο δεν έχω πια...] - μετάφραση: Τάκης Σινόπουλος
Οίκτο δεν έχω πια για μέναΤη σιωπηλή μου οδύνη δεν μπορώ να εκφράσω
Τα λόγια που λογάριαζα να ειπώ μεταβλήθηκαν σε άστρα
Ένας Ίκαρος προσπαθεί να ανυψωθεί ως τα μάτια μου
Κομιστής ήλιων φλέγομαι στο κέντρο δυο αστερισμών
Τι έκαμα στα θεολογικά θηρία της γνώσης
Σ’ αλλοτινούς καιρούς έρχονται οι νεκροί να με λατρέψουν
Κι έλπιζα να τελειώσει ο κόσμος
Μα το δικό μου τέλος σαν τη θύελλα καταφθάνει
Allen Ginsberg (1926-1997)
Αμερικάνος ποιητής, ηγετική φιγούρα και η μία γωνία του αγίου τριγώνου της Beat γενιάς (Κέρουακ και Μπάροουζ οι άλλες δύο), φλογερός ειρηνιστής και φορέας αντιλήψεων που δίχασαν την αμερικάνικη και όχι μόνο κοινωνία.Προσωπικός φίλος και λογοτεχνικός μέντορας του Bob Dylan κατάφερε μέχρι το τέλος της ζωής του να είναι ρηξικέλευθος και “μέσα” στα πράγματα.
Το Ουρλιαχτό [Απόσπασμα] – μετάφραση: Δημήτρης Πουλικάκος, Γιώργος Μπλάνας
Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλα,υστερικά γυμνά και λιμασμένα,
να σέρνονται μέσα στους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας
μιαν αναγκαία δόση,
χίπστερς με αγγελικά κεφάλια να φλέγονται για την αρχαία ουράνια ένωση με την αστρική γεννήτρια μέσα στη μηχανή της νύχτας,
που φτωχοί κουρελιασμένοι με βαθουλωμένα μάτια και φτιαγμένοι στάθηκαν καπνίζοντας μέσα στο υπερφυσικό σκοτάδι τιποτένιων διαμερισμάτων αιωρούμενοι
πάνω από τις κορυφές των πόλεων βυθισμένοι στην τζαζ,
που πρόταξαν τους εγκεφάλους τους γυμνούς στον ουρανό κάτω απ’ τον Εναέριο σιδηρόδρομο και είδαν αγγέλους Μωαμεθανούς να τρεκλίζουν φωτισμένοι σε ταράτσες πολυκατοικιών,
που πέρασαν απ’ τα πανεπιστήμια με ήρεμα ακτινοβόλα μάτια με παραισθήσεις
του Αρκάνσας και τραγωδία με το φως του Μπλαίηκ ανάμεσα στους μελετητές του πολέμου,
που διώχτηκαν απ’ τις ακαδημίες λόγω τρέλας και έκδοσης στίχων ανήθικων στου κρανίου τα παράθυρα,
που διπλώθηκαν από τον φόβο ξεντυμένοι σε αξύριστα δωμάτια,
καίγοντας τα λεφτά τους στα καλάθια των αχρήστων και ακούγοντας τον Τρόμο μέσ’ απ’ τον τοίχο…
Thomas Stearns Eliot (1888-1965)
Αμερικάνικος θρύλος, ηγέτης του μοντερνιστικού κινήματος στην ποίηση και πηγή έμπνευσης για αμέτρητους λογοτεχνικούς απογόνους του. Βραβεύτηκε με Νόμπελ το 1948.
Ε΄ Τι είπε ο κεραυνός [Απόσπασμα από την Έρημη Χώρα] – μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης
…ΝΤΑΝτάττα: Τι έχουμε δώσει;
Φίλε μου, τραντάζει το αίμα την καρδιά μου
Η φοβερή τόλμη μιας στιγμής παραδομού
Που η εποχή της φρόνησης ποτές δε θ’ αναιρέσει
Μ’ αυτή, μόνο μ’ αυτήν, έχουμε υπάρξει
Που κανείς δεν θα βρει μέσα στις νεκρολογίες μας
Μήτε σε θύμησες από την ελεητικήν αράχνη σκεπασμένος
Ή κάτω από σφραγίδες που έσπασε ο στεγνός δικηγόρος
ΝΤΑ
Ντάγιαντβαμ: Άκουσα κλειδί
Στην πόρτα να γυρίζει μια φορά μια φορά και μόνο
Σκεπτόμαστε το κλειδί, καθένας μες τη φυλακή του
Με τη σκέψη του κλειδιού καθένας βεβαιώνει τη φυλακή του
Μονάχα όταν βραδιάζει, αιθέρια ψιθυρίσματα
Για μια στιγμή ξαναζωντανεύουν έναν τσακισμένο Κοριολάνο [...]
Paul Eluard (1895-1952)
Γάλλος και από τους σκαπανείς του κινήματος του σουρεαλισμού. Αμφιλεγόμενος όσο ελάχιστοι, ευλόγησε τις μεθόδους του Στάλιν ενώ δημόσια ενέκρινε τον απαγχονισμό του φίλου(!) του συγγραφέα Zavis Kalandra επειδή έκανε πολεμική κριτική στην στροφή των κομουνιστικών πρακτικών.Ναι, μπορείς να γράφεις τρομερά πράγματα και να είσαι μεγάλο αρχίδι, ας μην το λησμονούμε αυτό.
[Τι μένει απ' ότι έχω πει] – μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης
Τι μένει απ’ ότι έχω πει για τον εαυτό μουΨεύτικους θησαυρούς εφύλαξα σ’ άδεια ντουλάπια
Ένα καράβι ανώφελο να με πάει
Από τα παιδικά μου χρόνια ως την ανία
Κι απ’ τα παιχνίδια μου ως την ώρα του αποκαμωμού
Από κάθε μου νέο ξεκίνημα στις χίμαιρες μου
Από τη θύελλα ως τον θόλο των νυχτών όπου ζω μοναχός
Από ‘να ερημονήσι δίχως καθόλου ζώα
Σε όλα τα ζώα που αγαπώ
Από μια εγκαταλειμμένη
Σε καινούργια πάντοτε γυναίκα
Μια πεντάμορφη
Μόνη πραγματική γυναίκα
Εδώ ή αλλού
Κάνοντας τους ξενιτεμένους να ονειροπολούν
Το χέρι που μου δίνει
τεντωμένο
Στο δικό μου μέσα καθρεφτίζεται
Χαμογελώντας λέω καλημέρα
Κανείς δεν την υποψιάζεται την άγνοια
Κι η άγνοια βασιλεύει
Ναι για τα πάντα είχα ελπίσει
Και για τα πάντ’ απελπίστηκα
Τη ζωή τον έρωτα τη λήθη τον ύπνο
Δύναμη και αδυναμία
Δεν με γνωρίζει πια κανείς
Τ’ όνομα μου ο ίσκιος μου έγιναν λύκοι
Federico Garcia Lorca (1898-1936)
Ισπανός, ιδιαίτερα αγαπητός στην Ελλάδα αλλά και ένας εκ των κορυφαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων του 20ου αιώνα, φίλος του Νταλί και του Μπονιουέλ (βρείτε την ταινία “Ανδαλουσιάνος Σκύλος” για να δείτε το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους), εκτελέστηκε σε ηλικία μόλις 38 χρονών από τους φασίστες του Φράνκο στη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου χωρίς να βρεθεί ποτέ ο τάφος του.
Ο Ματωμένος Γάμος: Μάνα (Πράξη Γ – Εικόνα 2) – μετάφραση: Νίκος Γκάτσος
Γειτόνισσες: μ’ ένα μαχαίριΜ’ ένα μικρό μικρό μαχαίρι,
Μια μέρα αφορεσμένη και πικρή,
Καν δυο καν τρεις θα ‘ταν η ώρα,
Δυο άντρες σκοτώθηκαν γι’ αγάπη
Μ’ ένα μικρό μικρό μαχαίρι
Π’ ούτε το χέρι δεν το πιάνει,
Μα κείνο μπαίνει παγωμένο
Στην ξαφνιασμένη μας καρδιά,
Και σταματάει εκεί που τρέμει
Θολή κι αξήγητη για πάντα
Η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής.
Κι είναι, σας λέω, ένα μαχαίρι
Ένα μικρό μικρό μαχαίρι,
Ψάρι χωρίς ποτάμι, χωρίς λέπια,
Π’ ούτε το χέρι δεν το πιάνει.
Κι όμως μια μέρα αφορεσμένη
Καν δυο καν τρεις θα ‘ταν η ώρα,
Με τούτο το μικρό μαχαίρι,
Δυο παλικάρια μείναν ξερά
Με πανιασμένα τα χείλη τους.
Ούτε το χέρι δεν το πιάνει
Μα κείνο μπαίνει παγωμένο
Στην ξαφνιασμένη μας καρδιά,
Και σταματάει εκεί που τρέμει
Θολή κι αξήγητη για πάντα
Η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής.
Jorge Luis Borges (1899-1986)
Αργεντίνος λογοτέχνης που έγινε κυρίως γνωστός για τα διηγήματα του. Υπήρξε όμως εξαίρετος ποιητής και όχι μόνο ενώ η καθολική αναγνώριση στη δουλειά του ήρθε μετά το 1965.
Εγώ – μετάφραση: Αργύρης Χιόνης
Το κρανίο, η κρυφή καρδιά,οι δρόμοι του αίματος που δε βλέπω,
οι σήραγγες του ονείρου, αυτός ο Πρωτέας,
τα έντερα, ο σκελετός, ο αυχένας.
Είμαι όλ’ αυτά. Απίστευτο,
αλλά είμ’ ακόμα η μνήμη ενός σπαθιού
κι ενός μοναχικού ήλιου που δύει
και γίνεται χρυσάφι, ίσκιος, τίποτα.
Είμαι αυτός που βλέπει τις πλώρες από το λιμάνι.
Είμαι τα σπάνια βιβλία, οι σπάνιες
γκραβούρες, καταπονημένες απ’ το χρόνο.
Είμαι αυτός που ζηλεύει όσους έχουν κιόλας πεθάνει.
Ακόμα πιο παράξενο είναι να ‘σαι
ο άνθρωπος που πλέκει λέξεις μέσα σε μια κάμαρα.
Andre Breton (1896-1966)
Γάλλος λογοτέχνης, κυριότερος εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού και σημαντικότατη μορφή των ευρωπαϊκών γραμμάτων γενικότερα. Σπούδασε ψυχιατρική και συμμετείχε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Και τα δύο είναι εμφανή σε πολλά σημεία των πρώτων του έργων.
Εγώ είμαι ανοίξετε – μετάφραση: Ανδρέας Εμπειρίκος
Τα τετράγωνα του αέρος σπάζουν με τη σειρά τουςΑπό καιρό πια δεν υπάρχουν καθρέφτες
Και οι γυναίκες καμώνονται μέρα και νύχτα πως δεν είναι τόσο ωραίες
Όταν πλησιάζουν τα πουλιά που πρόκειται να καθίσουν στον ώμο τους
Γέρνουν πίσω το κεφάλι απαλά χωρίς να κλείσουν τα μάτια
Το παρκέτο και τα έπιπλα στάζουν αίμα
Μια αράχνη στέκει στο κυανό της δίχτυ επάνω σ’ ένα άδειο πτώμα
Παιδιά κρατώντας ένα φανάρι προχωρούν μέσα στα άλση
Ζητούν από τα φύλλα τον ίσκιο των λιμνών
Μα οι σιωπηλές λίμνες ασκούν μεγάλη έλξη
Τώρα πια δεν φαίνεται στην επιφάνεια παρά ένα μικρό φανάρι που χαμηλώνει
Στις τρεις πόρτες του σπιτιού είναι καρφωμένες τρεις άσπρες κουκουβάγιες
Την ανάμνησιν των ερώτων της ώρας
Η άκρη των φτερών τους είναι χρυσωμένη σαν τις χάρτινες κορόνες
που πέφτουν στροβιλιζόμενες από τα νεκρά δένδρα
Η φωνή αυτών των μελετών βάζει γαϊδουράγκαθα στα χείλη
Κάτω από το χιόνι το αλεξικέραυνο γοητεύει τα γεράκια.
Bertol Brecht (1898-1956)
Γερμανός δραματουργός και σκηνοθέτης, πατέρας του επικού θεάτρου, αγαπήθηκε ιδιαίτερα στην Ευρώπη μετά το θάνατο του. Φλογερός κατήγορος του μιλιταρισμού, εξορίστηκε από τη χώρα του στο ξεκίνημα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και ενστερνίστηκε από κάποια στιγμή της ζωής του και μετά τη Μαρξιστική-Λενινιστική ιδεολογία.
Για τον φτωχό Μπ. Μπ. [Απόσπασμα] – μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης
ΙΕγώ, ο Μπέρτολ Μπρεχτ, είμαι απ’ τα μαύρα δάση,
Στις πολιτείες μ’ έφερε η μητέρα μου
σαν ήμουν μέσα στο κορμί της. Κι η παγωνιά του δάσους
θα μείνει εντός μου ως τη στερνή τη μέρα μου.
ΙΙ
Την πολιτεία της ασφάλτου νιώθω σπίτι μου. Απ’ την αρχή
με όλα τ’ άχραντα μυστήρια εφοδιασμένος:
Μ’ εφημερίδες. Με καπνό. Και με κονιάκ.
Τεμπέλης και καχύποπτος και, τελικά, ευχαριστημένος.
ΙΙΙ
Με τους ανθρώπους είμαι φιλικός. Φοράω
σκληρό καπέλο αφού έτσι είν’ ο συρμός τους.
Λέω: Είναι ζώα που παράξενα μυρίζουν.
Και λέω πάλι: Δε βαριέσαι, είμαι όμοιος τους.
Pablo Neruda (1904-1973)
Χιλιανός λογοτέχνης βραβευμένος με Νόμπελ και ο σημαντικότερος ποιητής της Ν. Αμερικής μέσα στον 20ο αιώνα. Είναι γνωστός για τα ερωτικά του ποιήματα αλλά και για πολλά ακόμα που κρύβουν μέσα τους τη σπίθα της επανάστασης.Πέθανε στη διάρκεια της δικτατορίας του Πινοσέτ, ο οποίος απαγόρεψε να γίνει ακολουθία στην κηδεία του ποιητή. Χιλιάδες άνθρωποι τον έγραψαν στα κάκαλα τους και μετέτρεψαν την ταφή του Νερούδα στην πρώτη δημόσια διαμαρτυρία ενάντια στην στρατιωτική δικτατορία.
Σκυφτός στο δειλινό – μετάφραση: Ρήγας Καππάτος
Σκυφτός στο δειλινό, ρίχνω τα θλιμμένα δίχτυα μουστα ωκεάνεια μάτια σου.
Εκεί γιγαντώνεται και καίει στην πιο ψηλή φωτιά
η μοναξιά μου που χτυπάει τα χέρια σαν το ναυαγό.
Κάνω σινιάλα κόκκινα, στ’ αφηρημένα μάτια σου
που κυματίζουν σαν τη θάλασσα στα πόδια κάποιου φάρου.
Μόνο σκοτάδια κρύβεις μέσα σου γυναίκα μακρινή, δική μου,
στιγμές από το βλέμμα σου προβάλλει η ακτή του τρόμου.
Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα θλιμμένα δίχτυα μου
σ’ εκείνη τη θάλασσα που φουρτουνιάζει τα ωκεάνεια μάτια σου.
Τα νυχτοπούλια ραμφίζουνε τα πρώτα αστέρια
που σπιθίζουνε σαν την ψυχή μου όταν σ’ αγαπώ.
Στη σκοτεινή φοράδα της καλπάζει η νύχτα
σκορπώντας γαλάζια στάχυα πάνω στον κάμπο.
Octavio Paz (1914-1998)
Μεξικάνος συγγραφέας και διπλωμάτης, μετανοημένος κομουνιστής, σουρεαλιστής στα πρώτα του χρόνια και τρομερά πολιτικοποιημένος μετά τον Ισπανικό Εμφύλιο που τον επηρέασε αρκετά στο έργο του. Βραβεύθηκε με Νόμπελ το 1990.
Η πέτρα του ήλιου [απόσπασμα] – μετάφραση: Γιώργος Μακρής
Ν’ αγαπάς θα πει να μάχεσαι, ο κόσμος αλλάζειόταν δύο εραστές φιλιούνται, οι πόθοι ενσαρκώνονται,
η σκέψη ενσαρκώνεται, φτερούγες φυτρώνουν
στους ώμους του σκλάβου, ο κόσμος
είναι πραγματικός και χειροπιαστός, το κρασί είναι κρασί,
το ψωμί ξαναβρίσκει τη γεύση του, το νερό είναι νερό,
ν’ αγαπάς θα πει να μάχεσαι, ν’ ανοίγεις πόρτες,
να παύεις να είσαι ένα πρωτοκολλημένο φάντασμα
καταδικασμένο στην αιώνια αλυσίδα
από έναν κύριο απρόσωπο.
ο κόσμος αλλάζει
όταν δύο όντα κοιτάζονται κι αναγνωρίζονται,
ν’ αγαπάς θα πει να γδύνεσαι τ’ όνομα σου:
“να μου επιτρέψεις να ‘μαι πουτάνα σου” είναι τα λόγια της
Ελοΐζας, αλλά αυτός υπέκυψε στους νόμους,
την πήρε για σύζυγο και για ανταμοιβή ευνουχίστηκε [...]
FRIDGE
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Labels:
ΑΡΘΡΑ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΙΗΣΗ
Location:
Καβάλα, Ελλάδα
Σχόλια