Μίλτος Σαχτούρης
Κλασικά Κυριακής: Μίλτος Σαχτούρης -ἔξω μὲ περιμένουν ἀφάνταστοι φίλοι
Μετρῶ στὰ δάχτυλα τῶν κομμένων χεριῶν μου
τὶς ὦρες ποὺ πλανιέμαι στὰ δώματα αὐτὰ τ᾿ ἀνέμου
δὲν ἔχω ἄλλα χέρια ἀγάπη μου κι οἱ πόρτες
δὲ θέλουνε νὰ κλείσουν κι οἱ σκύλοι εἶναι ἀνένδοτοι
Μὲ τὰ γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στὰ βρώμια αὐτὰ νερὰ
μὲ τὴ γυμνὴ καρδιά μου ἀναζητῶ (ὄχι γιὰ μένα)
ἕνα γαλανὸ παράθυρο
πῶς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικὰ
δίχως μιὰ χαραμάδα φῶς
δίχως μιὰ ἀναπνοὴ ὀξυγόνου
γιὰ τὸν ἄρρωστο ἀναγνώστη
Ἀφοῦ κάθε δωμάτιο εἶναι καὶ μιὰ ἀνοιχτὴ πληγὴ
πῶς νὰ κατέβω πάλι σκάλες ποὺ θρυμματίζονται
ἀνάμεσα ἀπ᾿ τὸ βοῦρκο πάλι καὶ τ᾿ ἄγρια σκυλιὰ
νὰ φέρω φάρμακα καὶ ρόδινες γάζες
κι ἂν βρῶ τὸ φαρμακεῖο κλειστὸ
κι ἂν βρῶ πεθαμένο τὸ φαρμακοποιὸ
κι ἂν βρῶ τῇ γυμνὴ καρδιά μου στὴ βιτρίνα τοῦ φαρμακείου
Ὄχι ὄχι τέλειωσε δὲν ὑπάρχει σωτηρία
Θὰ μείνουν τὰ δωμάτια ὅπως εἶναι
μὲ τὸν ἄνεμο καὶ τὰ καλάμια του
μὲ τὰ συντρίμια τῶν γυάλινων προσώπων ποὺ βογγᾶνε
μὲ τὴν ἄχρωμη αἱμορραγία τους
μὲ χέρια πορσελάνης ποὺ ἁπλώνονται σὲ μένα
μὲ τὴν ἀσυχώρετη λησμονιὰ
Ξέχασαν τὰ δικά μου σάρκινα χέρια ποὺ κόπηκαν
τὴν ὥρα ποὺ μετροῦσα τὴν ἀγωνία τους
[Απὸ τη συλλογή "Η Λησμονημένη"]
Ἡ δύσκολη Κυριακή
Ἀπ᾿ τὸ πρωὶ κοιτάζω πρὸς τ᾿ ἀπάνω ἕνα πουλὶ καλύτερο
ἀπ᾿ τὸ πρωὶ χαίρομαι ἕνα φίδι τυλιγμένο στὸ λαιμό μου
Σπασμένα φλυτζάνια στὰ χαλιὰ
πορφυρὰ λουλούδια τὰ μάγουλα τῆς μάντισσας
ὅταν ἀνασηκώνει τῆς μοίρας τὸ φουστάνι
κάτι θὰ φυτρώσει ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ χαρά
ἕνα νέο δέντρο χωρὶς ἀνθοὺς
ἢ ἕνα ἁγνὸ νέο βλέφαρο
ἢ ἕνας λατρεμένος λόγος
ποῦ νὰ μὴ φίλησε στὸ στόμα τὴ λησμονιά
Ἔξω ἀλαλάζουν οἱ καμπάνες
ἔξω μὲ περιμένουν ἀφάνταστοι φίλοι
σηκώσανε ψηλὰ στριφογυρίζουνε μιὰ χαραυγὴ
τί κούραση τί κούραση
κίτρινο φόρεμα -κεντημένος ἕνας ἀετός-
πράσινος παπαγάλος -κλείνω τὰ μάτια- κράζει
πάντα πάντα πάντα
ἡ ὀρχήστρα παίζει κίβδηλους σκοποὺς
τί μάτια παθιασμένα τί γυναῖκες
τί ἔρωτες τί φωνὲς τί ἔρωτες
φίλε ἀγάπη αἷμα φίλε
φίλε δῶσ᾿ μου τὸ χέρι σου τί κρύο
Ἤτανε παγωνιὰ
δὲν ξέρω πιὰ τὴν ὥρα ποὺ πέθαναν ὅλοι
κι ἔμεινα μ᾿ ἕναν ἀκρωτηριασμένο φίλο
καὶ μ᾿ ἕνα ματωμένο κλαδάκι συντροφιὰ
ἀπ᾿ τὸ πρωὶ χαίρομαι ἕνα φίδι τυλιγμένο στὸ λαιμό μου
Σπασμένα φλυτζάνια στὰ χαλιὰ
πορφυρὰ λουλούδια τὰ μάγουλα τῆς μάντισσας
ὅταν ἀνασηκώνει τῆς μοίρας τὸ φουστάνι
κάτι θὰ φυτρώσει ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ χαρά
ἕνα νέο δέντρο χωρὶς ἀνθοὺς
ἢ ἕνα ἁγνὸ νέο βλέφαρο
ἢ ἕνας λατρεμένος λόγος
ποῦ νὰ μὴ φίλησε στὸ στόμα τὴ λησμονιά
Ἔξω ἀλαλάζουν οἱ καμπάνες
ἔξω μὲ περιμένουν ἀφάνταστοι φίλοι
σηκώσανε ψηλὰ στριφογυρίζουνε μιὰ χαραυγὴ
τί κούραση τί κούραση
κίτρινο φόρεμα -κεντημένος ἕνας ἀετός-
πράσινος παπαγάλος -κλείνω τὰ μάτια- κράζει
πάντα πάντα πάντα
ἡ ὀρχήστρα παίζει κίβδηλους σκοποὺς
τί μάτια παθιασμένα τί γυναῖκες
τί ἔρωτες τί φωνὲς τί ἔρωτες
φίλε ἀγάπη αἷμα φίλε
φίλε δῶσ᾿ μου τὸ χέρι σου τί κρύο
Ἤτανε παγωνιὰ
δὲν ξέρω πιὰ τὴν ὥρα ποὺ πέθαναν ὅλοι
κι ἔμεινα μ᾿ ἕναν ἀκρωτηριασμένο φίλο
καὶ μ᾿ ἕνα ματωμένο κλαδάκι συντροφιὰ
Ὁ σωτήρας
Μετρῶ στὰ δάχτυλα τῶν κομμένων χεριῶν μου
τὶς ὦρες ποὺ πλανιέμαι στὰ δώματα αὐτὰ τ᾿ ἀνέμου
δὲν ἔχω ἄλλα χέρια ἀγάπη μου κι οἱ πόρτες
δὲ θέλουνε νὰ κλείσουν κι οἱ σκύλοι εἶναι ἀνένδοτοι
Μὲ τὰ γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στὰ βρώμια αὐτὰ νερὰ
μὲ τὴ γυμνὴ καρδιά μου ἀναζητῶ (ὄχι γιὰ μένα)
ἕνα γαλανὸ παράθυρο
πῶς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικὰ
δίχως μιὰ χαραμάδα φῶς
δίχως μιὰ ἀναπνοὴ ὀξυγόνου
γιὰ τὸν ἄρρωστο ἀναγνώστη
Ἀφοῦ κάθε δωμάτιο εἶναι καὶ μιὰ ἀνοιχτὴ πληγὴ
πῶς νὰ κατέβω πάλι σκάλες ποὺ θρυμματίζονται
ἀνάμεσα ἀπ᾿ τὸ βοῦρκο πάλι καὶ τ᾿ ἄγρια σκυλιὰ
νὰ φέρω φάρμακα καὶ ρόδινες γάζες
κι ἂν βρῶ τὸ φαρμακεῖο κλειστὸ
κι ἂν βρῶ πεθαμένο τὸ φαρμακοποιὸ
κι ἂν βρῶ τῇ γυμνὴ καρδιά μου στὴ βιτρίνα τοῦ φαρμακείου
Ὄχι ὄχι τέλειωσε δὲν ὑπάρχει σωτηρία
Θὰ μείνουν τὰ δωμάτια ὅπως εἶναι
μὲ τὸν ἄνεμο καὶ τὰ καλάμια του
μὲ τὰ συντρίμια τῶν γυάλινων προσώπων ποὺ βογγᾶνε
μὲ τὴν ἄχρωμη αἱμορραγία τους
μὲ χέρια πορσελάνης ποὺ ἁπλώνονται σὲ μένα
μὲ τὴν ἀσυχώρετη λησμονιὰ
Ξέχασαν τὰ δικά μου σάρκινα χέρια ποὺ κόπηκαν
τὴν ὥρα ποὺ μετροῦσα τὴν ἀγωνία τους
[Απὸ τη συλλογή "Η Λησμονημένη"]
"ΣΤΑΧΤΕΣ"
Σχόλια