ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ___Φτασμένοι είναι μόνο οι νεκροί
Το καταλαβαίνεις αμέσως. Υπάρχουν κάποιοι στίχοι που μόνο στην Κική Δημουλά μπορούν να ανήκουν. Για παράδειγμα, η διαπίστωση «τι αισχροκερδές φάντασμα η απόλαυση» ή η περιγραφή «είχε πανσέληνο η αμφιβολία» ή ο προσδιορισμός «λίγος ιδρώτας λάθους» ή η παρομοίωση «Ο έρωτας μοιάζει / με το χνούδι που φύεται / στο επάνω χείλος του ονείρου κι ύστερα / με του φιλιού την πρόοδο αγκυλώνει» ή η αποστροφή «Δεν είναι λέξη ο καιρός. Είναι / ο κακοήθης όγκος της στιγμής» ή η ερώτηση «Από πότε έχω να γεννηθώ» ή η διαμαρτυρία «Έχω κι εγώ ένα σωρό απωθημένους ουρανούς / μα δε σκοτώνω άστρα» Όταν σου μιλάει η Κική Δημουλά, παραξενεύεσαι. Διότι στην καθισιά της, ως «ερασιτέχνης άνθρωπος» όπως λέει, χρησιμοποιεί την ίδια αυτοειρωνεία και τις ίδιες δυνατές εικόνες που πλημμυρίζουν τα γραπτά της. Ετούτη η μειλίχια παρουσία με την καλοπροαίρετη έκφραση και τη νεανική και άτακτη λάμψη στα μάτια, είναι η ίδια που προσωποποιεί τις λέξεις και τα αντικείμενα. Η ίδια που εμπνέεται ποιήματα τόσο από ένα σημείο στίξεως όπως το ερωτηματικό όσο και από τη μετακομιδή των οστών του άνδρα της. Η ίδια που δεν γράφει για «αγαπημένους» αλλά για «επιλαχόντες» και αντί για το «δημιουργός» προτιμά τον χαρακτηρισμό «οικοδόμος». Η Δημουλά είναι που χρησιμοποιεί αιρετικά τη γλώσσα, παντρεύοντας ασύμβατες φαινομενικά λέξεις κάτι που της έχει κοστίσει τον χαρακτηρισμό της εγκεφαλικής ποιήτριας. Δικός της είναι αυτός ο λόγος ο έμμεσος, ο υπαινικτικός, ο αυτοσαρκαστικός και ειρωνικός και ταυτόχρονα τόσο καίριος για την ψυχοφθόρο καθημερινότητά μας, για τον «έρμαιο ψυχισμό» μας, για το γελοίο που μας απειλεί, για τη ματαιότητα. Έτσι εκφράζει την αγάπη της για τη ζωή και αυτή είναι η εξέγερσή της. Φέτος η Κική Δημουλά συμπληρώνει μισόν αιώνα στα γράμματα. Με δέκα βιβλία στο ενεργητικό της (που μόλις πριν από λίγες μέρες έγιναν έντεκα), με πωλήσεις πολύ υψηλές για τα δεδομένα της ποίησης, είναι η δημοφιλέστερη και η πλέον βραβευμένη Ελληνίδα ποιήτρια, γνωστή και στο εξωτερικό από τις μεταφράσεις της σε αγγλικά, γαλλικά, σουηδικά, ισπανικά, ιταλικά, γερμανικά και, όπως όλα δείχνουν, μέλος σε λίγο καιρό τής Ακαδημίας Αθηνών. Παρ' ότι όμως όλο και πλησιάζει, αν όχι αγγίζει, την ευρύτατη αναγνώριση, εκείνη προτίμησε να τιτλοφορήσει την καινούργια της συλλογή με 40 ποιήματα που κυκλοφόρησε από τον «Ίκαρο»: «Ήχος Απομακρύνσεων». ʼλλη μία ένδειξη της αμφισημίας που τόσο την εκφράζει. «Απομακρύνομαι από κάτι, σημαίνει και πλησιάζω κάπου», λέει στα ΠΡΟΣΩΠΑ 21ος ΑΙΩΝΑΣ. «Όσο μελαγχολικός κι αν ακούγεται ο τίτλος, ενέχει μια κίνηση. Εγώ δεν πιστεύω ότι αδειάζει μία θέση και μένει κενή. Απομακρύνομαι π.χ. από μία ελπίδα, σημαίνει ότι πλησιάζω τη βεβαιότητα ότι μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς αυτήν. Απομακρύνομαι από τις ανασφάλειές μου, από την εξάρτησή μου από φόβους... Η μία στιγμή απομακρύνεται από την προηγούμενη και εγώ η ίδια απομακρύνομαι από την ηρεμία που μου έδιναν οι δεκαετίες μπροστά μου. Όταν φθάνω στο τέλος του ποιήματος, έχω απομακρυνθεί πολύ από την αρχή του. Κάθε ποίημά μου απηχεί αυτή την απομάκρυνση τόσο από τα αισθητά όσο και από τα μη αισθητά». Όσο κι αν αυτό ακούγεται βαρύγδουπο. Τα ποιήματα αυτά έχουν πάνω τους το σημάδι της μοίρας. Η Κική Δημουλά τα είχε έτοιμα σχεδόν από το περασμένο καλοκαίρι, όταν τελικά βρήκε την ευκαιρία να τα δώσει για το τελικό ΟΚ στην κόρη της «που έχει κρίση λαμπρή και σκληρή». Έφευγε τότε με την οικογένειά της και τα δύο μικρά εγγόνια της ποιήτριας για μια σύντομη εκδρομή. Επιστρέφοντας όμως, εκεί κοντά στο Ξυλόκαστρο, το αυτοκίνητο μπήκε στο αντίθετο ρεύμα, ντελαπάρισε και όλοι βρέθηκαν στην Εντατική, ζωντανοί σαν από θαύμα. Τα χειρόγραφα σκόρπισαν στους αγρούς ανάμεσα στα παλιοσίδερα και όταν ο κίνδυνος για τους αγαπημένους πέρασε, η Κική Δημουλά έστειλε την ανιψιά της να δει τι απέγιναν. Τα ποιήματα βρέθηκαν ζωντανά κι αυτά, ανάμεσα στα χώματα και στα χορτάρια. Ήθελαν να εκδοθούν. Γιατί γκρεμίζονται τα όνειρα κ. Δημουλά; «Ίσως επειδή δεν υπάρχουν ιδιοκτήτες ονείρων που να τα φροντίζουν και να τα συντηρούν. Περιφερόμενοι άστεγοι τα κατοικούν, συχνά πολλοί μαζί στο ίδιο όνειρο ετοιμόρροπη κατάσταση. Αφήνω που τα περισσότερα όνειρα είναι χτισμένα επάνω σε μπαζωμένα ρέματα. Έναν μικρό σεισμό να κάνει ο ύπνος κι ένας ισχυρός να προκληθεί από το ρήγμα της αφύπνισης, σωριάστηκαν». Και τα αισθήματα, γιατί βρίσκουν όπως λέτε «αλλήθωρη ανταπόκριση»; «Ακούστε, δεν ξέρω πόσην αδιαμφισβήτητη ευθύτητα είχαν τα βλέμματα που εσείς δεχθήκατε, αλλά εγώ, και τα 2/3 τουλάχιστον της ανθρωπότητας, χρειάστηκε πολλές φορές να πούμε: "Εδώ, εμένα κοίτα, κοίτα με καλά στα μάτια"». «Ν' αντέξεις είναι το ζητούμενο, όχι να καταλάβεις», γράφετε σε ένα από τα καινούργια ποιήματά σας (το «Πάλι σε συγχωρώ»). Μα, δεν είναι ηττοπαθής αυτή η στάση; «Αν σ' αυτά που λέω, βλέπετε ηττοπάθεια, τότε σημαίνει ότι ηττήθηκε η σαφήνεια του στίχου, το νόημά του. Ν' αντέξουμε, προσπαθούμε, κάθε τι που μας πονάει, παραιτούμενοι από το να το κατανοήσουμε. Επειδή δεν κατανοείται το επώδυνο». «Ήχος απομακρύνσεων». Εσείς από τι έχετε απομακρυνθεί σε σχέση με τα όσα καταθέτατε στις προηγούμενες ποιητικές συλλογές σας; «Απομακρύνθηκα από εκείνη τη "Φρόνηση", την "ψεύτρα", που ξεγέλαγε τον Καβάφη λέγοντάς του: "Αύριο. Έχεις πολύν καιρό"». Εγώ σας βλέπω τρυφερή, ανθεκτική, επιεική, καθόλου διεκδικητική. Όμως τα ποιήματά σας βάζουν κι άλλες αποχρώσεις. Τι άνθρωπος είστε; «Δεν ξέρω. Πάντως είμαι πολύ φιλόξενη σε κάθε ατέλεια και αδυναμία. Παρέχω άσυλο βεβαίως, αλλά όχι και συγγνώμη πάντα». Μπορεί ένας ποιητής να είναι και καλός ως ποιητής και ευτυχισμένος ως άνθρωπος; «Και καλός ποιητής και ευτυχισμένος; Πάει πολύ. Σαν μεγάλη εύνοια το βλέπω...». Μια μεγάλη αναγνώριση, όπως για παράδειγμα το Αριστείο της Ακαδημίας Αθηνών, που πρόσφατα σας δόθηκε, ένα κρατικό ή ένα διεθνές βραβείο, τι σημαίνει για μια ποιήτρια όπως εσείς; «Σημαίνει ότι ο Θεός είναι πότε πότε και θαυμαστής μου». Όλη η ζωή είναι μια εκκρεμότηςΛέτε όλη την αλήθεια στα ποιήματά σας κυρία Δημουλά;«Όχι, βέβαια. Παίρνουν όση δική μου τους χρειάζεται για να επινοήσουν τη δική τους. Επιδίωξή τους είναι, αυτή η νοθεία να φανεί ως γνησιότης. Αν και: «η αλήθεια μόνο έναντι θανάτου δίδεται» όπως έγραψε στα «Ελεγεία...» ο Ελύτης. Είστε ολιγογράφος. Κάτι σπάνιο στην εποχή μας. Πώς αισθάνεστε λοιπόν κάθε φορά που τελειώνει μια δουλειά σας και παίρνει τον δρόμο της έκδοσης; «Περίπου όπως αισθάνεται απαρηγόρητος κανείς, όταν βίαια σχεδόν, με δική του απόφαση, αποχωρίζεται ένα μακροχρόνια αγαπώμενο πρόσωπο, επειδή διαβλέπει ότι ποτέ δεν θα το κατακτήσει στο βαθμό που ορίζει η ολοκλήρωση». Με την ίδια αίσθηση του ανολοκλήρωτου αποχωριστήκατε και τα καινούργια ποιήματά σας; «Περιέργως, όχι. Νομίζω ότι κοινοποιώ με μεγαλύτερη άνεση την παραίτησή μου από την περαιτέρω προσπάθεια...». Ο «Ήχος Απομακρύνσεων» είναι μαύρος και κυνικός. Μήπως είναι η εύκολη συνταγή; «Προσέξτε: Θεωρώ πως υπάρχει μια προκατάληψη εναντίον της απελπισίας. Ενώ κατ' εμέ η απελπισία είναι μία απεξάρτηση από την ελπίδα. Το λέει και ένας στίχος που μ' αρέσει, του Καρούζου: "Δεν είναι φορτίο για τη χώρα των αγγέλων η απελπισία". "Μαύρος" λοιπόν και "κυνικός" ο "Ήχος..."; Όχι. Ώριμος απλώς να ακουστεί. Ήταν αδύνατον να τον ακούσουμε, όταν η γέννησή μας, μας απομάκρυνε από την ανυπαρξία και πολύ δύσκολο, όταν, θορυβώδης ο χρόνος, μας απομάκρυνε από τη νεότητα. Αισιόδοξη λοιπόν, παρά ταύτα; «Αφού δεν απέκλεισα και την απομάκρυνση της εξάρτησής μου από φόβους και ανασφάλειες». Κι όμως, τα περισσότερα καινούργια ποιήματά σας, σαν να τα σκιάζει η αίσθηση της ματαιότητας. Δεν είναι εξεγερμένα. «Ποιαν άλλη εξέγερση θέλετε εκτός από τη μεγάλη αγάπη που έχω για τη ζωή. Όταν όμως κάποτε δεν θα μπορώ να την νιώθω, δεν θα αποδειχθεί άραγε μάταιο το "εξεγερμένο", μέγεθός της;». Πώς μπορεί κανείς να προχωρά μπροστά, όταν νιώθει πως όλα είναι μάταια; «Ο κόσμος πρόκοψε με ανθρώπους που εν γνώσει της ματαιότητας, για να αντεπεξέλθουν τον πόνο της ματαιότητας, δημιούργησαν. Μπορείς λοιπόν να προχωράς, αρκεί να μη γονατίζεις στη σκέψη της ματαιότητας. Όλη η ζωή μας άλλωστε δεν είναι μια εκκρεμότης; Αφού είμαστε θνητοί. Επειδή είναι προσωρινός ο άνθρωπος, γίνεται ενοχλητικός και διεκδικητικός αντίπαλος. Ενώ, αν μπορούσαν να διαρκούν οι χαρές που νιώθει, θα ήταν πολύ καλύτερος». Έτσι σκεφτόσαστε στα νιάτα σας; «Δεν τα σκεφτόμουν αυτά. Αλλά επειδή ήμουν μελαγχολικό παιδάκι, πρέπει να πέρναγαν αοράτως μέσα μου. Είχα και μια μάνα μελαγχολική και ίσως να απερρόφησα αυτήν την εικόνα της. Ο γιος μου ο Δημήτρης (σ.σ.: έγκυρος μεταφραστής) μου μοιάζει σ' αυτό, η κόρη μου η Έλση σαν να ξέφυγε...». «Το ρεζουμέ είναι / πως δε γευτήκαμε παράδεισο κανέναν / μήτε δικής μας παραγωγής φυσικόν / μήτε του ʼλλου με συντηρητικά», λέτε στο «Οικολογικό» μιλώντας για απώλεια δύο παραδείσων. Ποιος είναι ο δεύτερος; «Νομίζω, αρμόδιο να απαντήσει είναι το ίδιο το ποίημα, η στιγμή που γράφτηκε, η οποία και έδωσε τις πληροφορίες, καθώς και η υπερβολή που τις επιβεβαίωσε. Υποθέτω πάντως ότι ο δεύτερος παράδεισος είναι το φάντασμα του πρώτου, δηλαδή η άνοιξη, η άνοιξη των αισθημάτων, η άνοιξη της μνήμης, της περιέργειας. Ελάχιστα προφταίνουμε να επωφεληθούμε γιατί χειμωνιάζουν πολύ γρήγορα οι συμπεριφορές, παρά τα συντηρητικά που χρησιμοποιούμε ονειρευόμενοι». Και γιατί διαλέξατε τη χλόη να διαμαρτύρεται γι' αυτή τη στέρηση; «Αγαπώ ιδιαίτερα αυτό το μικρόσωμο πράσινο και θέλησα να του δώσω φωνή. Πέρασε από τα μάτια μου η ματαιωμένη εικόνα της προετοιμασίας της. Είδα αυτή τη λεπτεπίλεπτη πρωτοβουλία της γης, να φυτρώνει και να στρώνεται ως έξοχος μαλακός τάπης επάνω σε όλη τη μεγάλη έκταση της χωματένιας υποσχέσεως που μας δόθηκε, για να κυλιούνται επάνω της χωρίς πόνο, τα ξαφνιασμένα παιχνίδια των πρωτόπλαστων και η εύχαρις αδεξιότης της γνωριμίας τους. Ε!, τον παράδεισο αυτού του συμπλέγματος, δεν πρόλαβε, η χλόη, να τον γευτεί». Ομολογείτε ωστόσο κάπου ότι έχετε «απωθημένους ουρανούς». Αν πρόκειται για απωθημένες ματαιώσεις, όπως φαντάζομαι, δεν σας πληγώνει που τις συντηρείτε; Ή είστε τόσο σοφή; «Πληγώνομαι, σημαίνει, κοντά στα άλλα, αποκτώ γνώσεις. Ε! με λίγη παραπάνω μελέτη της ματαιότητας, ένα Lower σοφίας κουτσά - στραβά το παίρνεις...». Γιατί δεν σκέπτεστε να αλλάξετε τον κόσμο; «Όταν γράφω, ο δικός μου πάντως κόσμος, αλλάζει. Υποθέτω και κάποιου αναγνώστη αλλάζει ο κόσμος, αν τύχει να του αρέσει κάποιο ποίημά μου. Κι αν ακόμα ελπίσω ότι μετά από αιώνες, έστω, κάπου θα συναντηθούν όλες αυτές οι μερικές ευαισθητοποιήσεις για να αλλάξουν συθέμελα ολόκληρο τον κόσμο, προβλέπω αιματοχυσία. Κάθε "δημιουργός" κακή λέξη, ας πω "οικοδόμος" καλύτερα θα υπερασπίζεται το δικό του μοντέλο βελτιώσεως. Ποιο θα εγκρίνει ο Θεός απαρνούμενος το δικό του;». Μιλάτε για τον Θεό και στα ποιήματά σας συζητάτε με τον Χριστό. Πιστεύετε ότι η μοίρα μας είναι προκαθορισμένη από μία ανώτερη δύναμη. Τον Θεό της Ορθοδοξίας ειδικότερα; «Είναι και δικά μου ερωτήματα αυτά, που για να τα κατευνάσω, τα συζητώ πότε με τον Θεό, πότε με τον Χριστό, με την ορθόδοξη πάντα ελπίδα ότι δεν είναι προκαθορισμένη ούτε αμετάκλητη η, πράγματι, ανωτέρα δύναμη της σιωπής τους. Εν τω μεταξύ, τηρώ πάντα τα ήθη του ουρανού και τα έθιμα της γης...». «Εξεδιώχθη», λέτε σε μια ωραία αντιστροφή, «από τον έρωτα ο παράδεισος» και πολλαπλασιάστηκε η μοναξιά. Είναι τα πράγματα χειρότερα από τότε που αρχίσατε (1950) να γράφετε ποίηση; «Δεν είναι χειρότερα. Ακαταπολέμητα είναι». Πώς συμβιώνετε με τόση πίκρα; Δεν σας δηλητηριάζει; «Καθόλου. Την παίρνω προσεκτικά, με συστηματικές προκαθορισμένες δόσεις και δρα ως αντίδοτο». Στην Ελλάδα υπάρχει μία σύγχυση σε σχέση με τα καλλιτεχνικά και πνευματικά μεγέθη. Πώς αισθάνεστε σε ένα τοπίο όπου κάθε στιγμή τα πράγματα τείνουν να σας ισοπεδώσουν; «Ακόμα και στους πιο επιμελημένα ασφαλτοστρωμένους δρόμους κάποιοι ανοιχτοί πόροι, κάποιες μικρορωγμές, διευκολύνουν μερικά αγριόχορτα να φυτρώνουν υπερβαίνοντας την ισοπέδωση». Τι θυσιάσατε στην ποίησή σας; «Ε! όχι και φωτοστέφανο για να καλύψουμε το δάφνινο στεφάνι που ονειρευτήκαμε». «Από τον επόμενο κόσμο ήρθα, και στον προηγούμενο θα ξαναγυρίσω»Η Κική Χρ. Ράδου ήταν 21 χρόνων όταν την Πρωτοχρονιά του 1952 πήρε στα χέρια της την πρώτη έκδοση των ποιημάτων της, που ξεκινούσε με τους εξής στίχους: «Την ιστορία μου πολύ θα το 'θελα να γράψω / στης περαστικότητας επάνω την ευχέρεια / Να την γράψω με στάχτη, / για να τηρώ, όπως πάντα μου άρεσε, τις αναλογίες...».Ο αδελφός τής μητέρας της, ο Παναγιώτης Καλαμαριώτης, τα είχε μαζέψει κρυφά και είχε φροντίσει να εκδοθούν. Μέχρι τότε, μόνο δύο ποιήματά της είχαν δημοσιευθεί στη «Νέα Εστία», το 1950. Επειδή όμως ο Πέτρος Χάρης την πρόσεξε και έγραψε μια κριτική για εκείνην στην «Ελευθερία», ο πατέρας της εξαγριώθηκε, καθώς δεν ήθελε το όνομά του να φιγουράρει σε εφημερίδα αριστερών ιδεών. Αυτή η σκιά στη χαρά της, θα μπορούσε να την είχε τραυματίσει θανάσιμα. Όμως, ήταν ήδη αργά. Η Βασιλική Ράδου έπεσε στην αγκαλιά του ʼθου Δημουλά, γείτονα και γιου τής διευθύντριας του σχολείου της, νεαρού πολιτικού μηχανικού που της έκανε παλιότερα ιδιαίτερα στα Μαθηματικά... Παντρεύτηκαν το 1954 και έζησαν μαζί τριάντα ένα χρόνια. Ποιητής εκείνος, αδικημένος ίσως, την παρότρυνε πιστεύοντας απολύτως στο χάρισμά της. Έγινε «η συνισταμένη όλων της των κραδασμών». Κι εκείνη, ενώ στην αρχή λαχταρούσε περισσότερο να ζήσει παρά να γράφει, άρχισε να ξεκλέβει χρόνο από την καθημερινή δουλειά της στην Τράπεζα της Ελλάδος (όπου εργάστηκε 25 χρόνια), από την ανατροφή των παιδιών της, από το νοικοκυριό και από την άγρυπνη παρακολούθηση της πεθεράς της και να τον αφιερώνει στα ποιήματά της. Καθόταν τη νύχτα ή τα χαράματα στο τραπέζι της κουζίνας και όσο δεν έπαιξε με τη ζωή, έπαιζε και πάλευε με τις λέξεις και τα πράγματα που ζωντάνευε. Παράλληλα, για το περιοδικό τής Τραπέζης που διηύθυνε ο Νάσος Δετζώρτζης έγραφε μικρά διηγήματα που έκαναν τις συναδέλφους της να λειώνουν στο κλάμα. Στο διάστημα 1952-1963 κυκλοφόρησαν οι τέσσερις πρώτες συλλογές της, ακολούθησε έπειτα μια δεκαετία σιωπής και το 1971, στα 40 της, ξεχώρισε με το «Λίγο του Κόσμου» που της χάρισε το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Πεζά αφηγήματα δεν ξανάγραψε, «γιατί δεν τα βγάζω πέρα με τη μεγάλη ανάλυση». Συνέχισε όμως, όλο και πιο απαιτητική, να καλλιεργεί με μια «καλοήθη φιλοδοξία» την τέχνη της Σαπφούς και να σκέπτεται την καθημερινότητα και τη φθορά της. «Γιατί όταν σκέπτεται κανείς την καθημερινότητα, σκέπτεται τη ζωή και την αξία της». Το 1981 κυκλοφόρησε λοιπόν το «Τελευταίο σώμα μου» και το 1988, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του άνδρα της (1985), το «Χαίρε ποτέ» που της χάρισε το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Ήταν ήδη η πιο αναγνωρισμένη και δημοφιλής Ελληνίδα ποιήτρια όταν, το 1994, πήρε το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για την «Εφηβεία της λήθης» και στη συνέχεια... έγινε CD (από την His Master's Voice της ΕΜΙ) διαβάζοντας ποιήματά της σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου. Ακολούθησε το best seller της «Ενός λεπτού μαζί» το 1998 και φέτος, λίγο πριν κυκλοφορήσει η καινούργια της συλλογή, το Αριστείο της Ακαδημίας που της ανοίγει τις πόρτες στον οίκο των Αθανάτων. Η Κική Δημουλά ανάβει το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο και συνεχίζει να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται. Γνωρίζει την αξία της, αλλά δεν θα το παραδεχθεί ποτέ και ποτέ δεν θα διεκδικήσει την αναγνώρισή της. Διότι κατά έναν τρόπο, όπως γράφει, είναι ξένη σ' αυτόν τον κόσμο. «Από τον επόμενο ήρθα και στον προηγούμενο θα ξαναγυρίσω». Κριτής μου, η ανησυχία μουΗ Δήμητρα Γαλάνη έβαλε την Δημουλά στο πρόγραμμά της στη «Σφεντόνα» και η Τάνια Τσανακλίδου σε συνεντεύξεις ή δηλώσεις της, δανείζεται συχνά στίχους της. Το σημερινό κοινό την γνωρίζει καλά, όπως δείχνουν οι πωλήσεις των βιβλίων της, που «άνοιξαν» αφότου, το καλοκαίρι του 1998, μεταγράφηκε από την εσωστρεφή και βιβλιοφιλική «Στιγμή» στον πιο εξωστρεφή «Ίκαρο», εκδοτικό οίκο των Νόμπελ. Η συγκεντρωτική έκδοση των «Ποιημάτων» της από τον «Ίκαρο» έχει πουλήσει 15.000 αντίτυπα και το «Ενός λεπτού μαζί», η προτελευταία ώς τώρα συλλογή της, άλλα 15.000 σε δυόμισι χρόνια. Αυτό, στην ποίηση λέγεται «μπεστ σέλερ».Η Κική Δημουλά δεν υπήρξε βέβαια ποτέ παραγνωρισμένο ταλέντο. Από την κριτική του Πέτρου Χάρη μέχρι το «Εγεννήθη ημίν ποιήτρια» του ʼρη Δικταίου, όλα δείχνουν ότι οι μυημένοι την είχαν επισημάνει από πολύ νωρίς. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1960 η «δύσκολη» Μέλπω Αξιώτη, γράφοντας από την Ιταλία στον Γιάννη Ρίτσο, σημειώνει: «Αλήθεια, στην "Καινούργια Εποχή" είναι δύο περίφημα ποιήματα της Δημουλά, άγνωστή μου κι από λίγο να μην τα διαβάσω, επειδή την λένε Κική. Σπάνια, στις μέρες μας, η καθαρεύουσα μπόρεσε να αναδείξει με τέτοιο τρόπο το δραματικό στοιχείο μιας σάτιρας». Η ίδια εκτίμηση βρίσκεται και στα κατοπινά γράμματά της, προς την Δημουλά πια όταν είχε ωριμάσει η ποίησή της αλλά και στα γράμματα του Ελύτη, παρ' ότι ο δικός του δρόμος ήταν τόσο διαφορετικός από τον δικό της. Τα τελευταία χρόνια όμως, η απήχησή της έχει φθάσει και στο ευρύτερο κοινό των νέων. Ίσως γιατί η ιδιαίτερη φωνή της ταιριάζει καλύτερα στην αποδομητική διάθεση της εποχής... Μαζί, ωστόσο, έχει εμφανιστεί και μια τάση αμφισβήτησής της, που παίρνει σβάρνα όχι μόνο το έργο της αλλά και τις επιλεκτικές συνεντεύξεις της. Κι ας είναι η Δημουλά από τις πλέον διακριτικές παρουσίες στον πνευματικό χώρο. Εκείνη δεν θα μπορούσε φυσικά να απαντήσει παρά μόνο με τα ποιήματά της. Έτσι, σ' ετούτη τη συλλογή, δύο ποιήματα, το «Πάλι σε συγχωρώ» και οι «Αντιγραφές αισιοδοξίας ΙΙ», αναφέρονται σε όσους την επέκριναν για «κόπωση θεμάτων», «απουσία οίστρου», «έλλειψη ανανέωσης», αλλά προχωρούν και πέρα από αυτά, εις βάθος. Η Κική Δημουλά αντιστρέφει κάθε εύκολη κριτική και απαντά με την ίδια την ποιητική της, ξεκαθαρίζοντας μια για πάντα τι θεωρεί «καινούργιο» και τι «παλιωμένο», τι σημαίνουν οι επαναλήψεις στην ποίησή της, γιατί μένει πιστή στις εμμονές της. Όταν, λοιπόν, της θέσαμε την ερώτηση «Σε ποιον απαντάτε σε πραγματικούς ή φανταστικούς επικριτές όταν με δυο σας ποιήματα υπερασπίζεστε κάποιες εμμονές σας και χαρακτηρίζετε το "καινούργιο" λίγο σαν χίμαιρα;», εκείνη τόνισε: «Απαντώ στον ένα, στον πιο αμείλικτο κριτή και επικριτή μου: στην ανησυχία μου». Τα ποιήματά της, όπως εξήγησε, «δεν γεννιούνται καθόλου εύκολα. Το θέμα μπορεί να το προκαλέσει μία λέξη ενός πρώτου στίχου και τη μορφή, συνήθως, κάποιος στίχος που γράφεται αφού σου αποσπάσει την υπόσχεση ότι θα είναι ο τελευταίος του ποιήματος. Τιμητική, κατά τη γνώμη του, θέση...». Παρ' όλα αυτά, την λεγόμενη «απουσία οίστρου» το κόλλημα την έχει νιώσει άραγε; «Αν οίστρο εννοείτε εκείνο το κατακλυσμιαίο ανεμπόδιστο γράψιμο, τέτοιον δεν έχω», ομολογεί. «Έχω όμως οίστρο, επιμονής και υπομονής: τοποθετώ το δόκανο μέσα σε πυκνό θάμνο και περιμένω μήνες, ίσως και χρόνο, να πιαστεί το θήραμα-ερέθισμα». ʼρα το «ταλέντο» δεν είναι η απάντηση σε όλα; «Πώς να ξέρω τι είναι ταλέντο», αναρωτιέται η Δημουλά, ζωγραφίζοντας με δεξιοτεχνία μια σειρά ορισμούς, από τους οποίους μπορούμε να διαλέξουμε. «Ίσως είναι η υπογραφή που βάζει ανώτατο στέλεχος κάποιας ανώνυμης εταιρείας σε μια κοπιώδη εργασία παρουσιάζοντάς την έτσι σαν δική του, ενώ μόχθησαν να την κάνουν κατώτατα αφανή στελέχη. Μπορεί πάλι να πρόκειται για μια έμμονη ιδέα μας, μόνο. Αλλά και πραγματική δωρεά αν είναι, την θεωρώ νοσηρά αδρανή και πολύ τεμπέλικα θλιμμένη. Βγαίνει κάθε τόσο απ' αυτήν τη φάση, χάρη στην εντατική ψυχοθεραπεία στην οποία την υποβάλλει η εξίσου νοσηρή επιθυμία μας να αποδείξουμε ότι μας έχει δοθεί αυτή η δωρεά». Ύστερα απ' αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει, όταν επιμένει ότι «Ποτέ» δεν νιώθει σίγουρη ότι ένα ποίημα της έχει ολοκληρωθεί... Πώς να πορευτεί, λοιπόν, ένας νέος ποιητής; Ποια είναι η συμβουλή της; «Να ακούει μόνο τι του λένε οι επιφυλάξεις του και να μη ζητάει τη γνώμη των "φτασμένων". Γιατί φτασμένοι είναι μόνο οι νεκροί». ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ___ΦΤΑΣΜΕΝΟΙ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ |
Σχόλια