JOHNNIE SOCIETY___ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΑΡΣΑΡΗΣ
Κατεβάστε ελεύθερα το μυθιστόρημα σε μορφή ψηφιακού βιβλίου...
JOHNNIE SOCIETY
O Γιάννης Φαρσάρης γεννήθηκε στην Ιεράπετρα το 1973. Σπούδασε Επιστήμη Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και Εκπαίδευση Ενηλίκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Ζει στο Ηράκλειο Κρήτης και εργάζεται ως Καθηγητής Πληροφορικής.
Από το 1999 δημοσιεύει διηγήματα και κείμενα για το διαδίκτυο σε περιοδικά και εφημερίδες, ενώ μετέχει στην Ομάδα Έκδοσης της εφημερίδας «Τέταρτο Μάτι» Το “Johnnie Society” είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.φωτο:Μανώλης Εργαζάκης
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
JOHNNIE SOCIETY
O Γιάννης Φαρσάρης γεννήθηκε στην Ιεράπετρα το 1973. Σπούδασε Επιστήμη Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και Εκπαίδευση Ενηλίκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Ζει στο Ηράκλειο Κρήτης και εργάζεται ως Καθηγητής Πληροφορικής.
Από το 1999 δημοσιεύει διηγήματα και κείμενα για το διαδίκτυο σε περιοδικά και εφημερίδες, ενώ μετέχει στην Ομάδα Έκδοσης της εφημερίδας «Τέταρτο Μάτι» Το “Johnnie Society” είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.φωτο:Μανώλης Εργαζάκης
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
[...] Ένα πρωί, κοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέπτη αντίκρισε ένα άλλο πρόσωπο και ξαφνιάστηκε. Μακριά ατημέλητα μαλλιά περιέβαλλαν τη μορφή του και αραιά αγκαθωτά γένια κάλυπταν τα μάγουλά του. Η έκφρασή του ήταν γαλήνια και οι κόρες των ματιών του διακρίνονταν διεσταλμένες και διψασμένες για εικόνες. Δεν θύμιζε σε τίποτα τον παλιό Τζόνι που αναπαυόταν εν μνήμη χλοερή. Τότε κυνηγούσε την επιτυχία, τώρα αναζητούσε την ουσία. Τότε πίστευε πως είχε φίλους και αναγνώριση, τώρα είχε ως μοναδική συντροφιά την Αλήθεια. Τότε ζούσε σε κοινόχρηστους πολυτελείς παραδείσους, τώρα απολάμβανε το δικό του φτωχικό καταφύγιο που είχε δημιουργήσει με τον ιδρώτα του. Τότε κοίταζε τον κόσμο αφ’ υψηλού τηλεκατευθύνοντας τις αγοραστικές του συνήθειες, τώρα μετέφερε ταπεινά φαγητό σε πεινασμένες υπάρξεις. Τότε ξυπνούσε αγχωμένος το πρωί έχοντας ν’ αντιμετωπίσει μια μέρα γεμάτη επαγγελματικές υποχρεώσεις, τώρα σηκωνόταν ήρεμος λίγο πριν το μεσημέρι αναζητώντας αυτόβουλα νότες δημιουργίας. Τότε φορούσε το προσωπείο του αδυσώπητου εραστή για να παρασύρει στον κόσμο της εικόνας του ανυπεράσπιστες κορασίδες, τώρα ζούσε μόνος - σαν κοσμοκαλόγερος - αναζητώντας τις νύχτες στη φλόγα των κεριών το βλέμμα Εκείνης που κατάφερε να τον αγγίξει…
___________________________________
Απόσπασμα από το βιβλίο:
[...] «Κοιμάσαι ακόμα, βρικόλακα των ωκεανών; Έχει τέτοια λιακάδα έξω κι εσύ κοιμάσαι;». Η γροθιά του Τζόνι χτυπούσε με τέτοια ορμή την αλουμινένια εξώπορτα, που κόντευε να την ξεκολλήσει. Μερικοί ανόρεκτοι βρυχηθμοί ακούστηκαν απ' το εσωτερικό του σπιτιού. «Ξύπνα, γέρο - πειρατή, βρήκα θησαυρό σού λέω!», συνέχισε ο νεαρός με αυξανόμενη ένταση χτυπημάτων. Μετά από ώρα και κάμποσες πνιχτές βρισιές, η πόρτα άνοιξε κι ένα αξιολύπητο κεφάλι ξεπρόβαλε.
«Τι θέλεις, τρισκατάρατε, αξημέρωτα στο σπίτι μου; Τι έπαθες και γαβγίζεις σαν ανδαλουσιανός σκύλος; Αφού ξέρεις ότι κοιμάμαι άγρια χαράματα, δεν με λυπάσαι καθόλου, βρε τραχανοπλαγιά;». Τα μακριά του γκρίζα μαλλιά έπεφταν σχεδόν σ' όλο του το πρόσωπο και χώνονταν ενοχλητικά στο στόμα του, αλλοιώνοντας τη χροιά της φωνής του. Τα βλέφαρά του μισόκλειναν πρησμένα στις πρωινές αχτίδες, ενώ συνέχιζε να μουρμουράει ακατάληπτα.
«Δεν θα το πιστέψεις, αλλά βρήκα θησαυρό ανεκτίμητο. Ήταν θαμμένος για δεκαετίες ολόκληρες και μου αποκαλύφθηκε άξαφνα μες στη νύχτα», κραύγασε ο Τζόνι. Οι λέξεις λαμπάδιαζαν σαν φωτοβολίδες, καθώς εκτοξεύονταν απ' το στόμα του. Ένα βλέμμα πρόσμικτο θυμού, απορίας και νύστας έλουσε τον Τζο, ο νεαρός όμως συνέχισε απτόητος. «Σου φτιάχνω καφεδάρα δυνατή, άρχοντα και στα λέω όλα χαρτί και καλαμάρι», του φώναξε και κατευθύνθηκε με ορμή προς την κουζίνα. Ένα ακαθόριστο μουγκρητό ήταν το μόνο που έλαβε για απάντηση. «Γλυκό με γάλα;», τον ρώτησε από μακριά.
«Βιτριόλι με ρίγανη!», ήταν η θυμωμένη απάντηση του Τζο, καθώς έσπρωχνε νυσταγμένα τις ρόδες του καροτσιού του προς την τουαλέτα.
«Σου έβαλα και μερικές σταγόνες μπέρμπον στον καφέ για να ξυπνήσεις», τον κανάκεψε επιστρέφοντας. Ο γέρο - Τζο είχε ανοίξει το παράθυρο κι αγνάντευε έξω καπνίζοντας.
«Ελπίζω μόνο, για το καλό σου, ασπόνδυλε φιδέμπορα, να είναι εξαιρετικά σημαντικός ο λόγος που με ξύπνησες», γρύλισε θυμωμένα κι έφτυσε στο πάτωμα. Ο Τζόνι χαμογέλασε πονηρά και κατευθύνθηκε προς το μικρό στερεοφωνικό, ενόσω ο φίλος του τραβούσε τις πρώτες τζούρες υγρής καλημέρας. Αρκετά σιωπηλά λεπτά αργότερα, οι δυο τους ήταν σε θέση να επικοινωνήσουν καλύτερα. Ο Τζόνι έβγαλε με προσοχή τον κιτρινισμένο φάκελο απ' την τσέπη του και του τον παρέδωσε.
«Ο θησαυρός μου», του ψιθύρισε συγκινημένος. «Είσαι ο πρώτος που το μαθαίνεις». Παρακολούθησε τις κινήσεις του Τζο, όση ώρα άνοιγε νευρικά τον φάκελο και βυθιζόταν με περιέργεια στα μικρά πλάγια γράμματα. Τα φρύδια του έσμιγαν όλο και περισσότερο, όσο τα μάτια του σάρωναν με δυσκολία τις ξεθωριασμένες λέξεις.
«Μα τα τριακόσια γερασμένα άλογα της μηχανής μου, πανάθεμά με αν καταλαβαίνω λέξη», μούγκρισε βραχνά μόλις διάβασε και την τελευταία αράδα. Τα μάτια του Τζόνι τον κάρφωναν υπόγεια και πονηρά.
«Ξαναδιάβασέ το αργά και πες μου ποια ιδέα σου περνάει αυτόματα απ' το μυαλό», τον προέτρεψε παιχνιδιάρικα. Ο Τζο βυθίστηκε με ακόμα περισσότερη περιέργεια αυτή τη φορά, επιχειρώντας να μαντέψει τον γρίφο του φίλου του.
«Η πρώτη ιδέα που μου περνάει απ' το μυαλό είναι να σε πετάξω κλοτσηδόν απ' το παράθυρο και να συνεχίσω τον ύπνο μου!», γρύλισε νυσταγμένα. Κατόπιν έριξε ακόμα μια ματιά στο κείμενο και συνέχισε. «Ένα πληγωμένο παλικάρι έχασε τ' αδέρφια του στον εμφύλιο κι έπαθε παράκρουση, γεμίζοντας με πόνο τούτο το αρχαίο χαρτί». Το ύφος του έδειχνε ότι πάσχιζε απεγνωσμένα να κάνει πρωινούς σύνθετους συνδυασμούς.
«Και πώς το έλεγαν το πληγωμένο παλικάρι, αγουροξυπνημένε γίγαντα;», τον ρώτησε γεμάτος ενέργεια ο νεαρός.
«Γιάννη το έλεγαν! Κερδίζω φούρνο μικροκυμάτων; Χαίρω πολύ! Κι εμένα με λένε Τζο κι εσένα Τζόνι! Δώσ' μου τον φούρνο μικροκυμάτων να σε ψήσω ζωντανό, να σταματήσεις να με ταλαιπωρείς πρωινιάτικα», γκρίνιαξε αδυνατώντας να συλλάβει τον αινιγματικό συνειρμό του κολλητού του.
«Κοντά είσαι, άρχοντα!», του φώναξε ενθαρρυντικά ο Τζόνι. «Για ξαναδιάβασε παρακάτω το κείμενο και προχώρα λίγο ακόμα τη σκέψη σου», τον προέτρεψε. Ο Τζο έξυσε αμήχανα το ανακατεμένο μούσι του, κοιτώντας σκοτεινά πότε τον Τζόνι και πότε το χαρτί...
«Τι θέλεις, τρισκατάρατε, αξημέρωτα στο σπίτι μου; Τι έπαθες και γαβγίζεις σαν ανδαλουσιανός σκύλος; Αφού ξέρεις ότι κοιμάμαι άγρια χαράματα, δεν με λυπάσαι καθόλου, βρε τραχανοπλαγιά;». Τα μακριά του γκρίζα μαλλιά έπεφταν σχεδόν σ' όλο του το πρόσωπο και χώνονταν ενοχλητικά στο στόμα του, αλλοιώνοντας τη χροιά της φωνής του. Τα βλέφαρά του μισόκλειναν πρησμένα στις πρωινές αχτίδες, ενώ συνέχιζε να μουρμουράει ακατάληπτα.
«Δεν θα το πιστέψεις, αλλά βρήκα θησαυρό ανεκτίμητο. Ήταν θαμμένος για δεκαετίες ολόκληρες και μου αποκαλύφθηκε άξαφνα μες στη νύχτα», κραύγασε ο Τζόνι. Οι λέξεις λαμπάδιαζαν σαν φωτοβολίδες, καθώς εκτοξεύονταν απ' το στόμα του. Ένα βλέμμα πρόσμικτο θυμού, απορίας και νύστας έλουσε τον Τζο, ο νεαρός όμως συνέχισε απτόητος. «Σου φτιάχνω καφεδάρα δυνατή, άρχοντα και στα λέω όλα χαρτί και καλαμάρι», του φώναξε και κατευθύνθηκε με ορμή προς την κουζίνα. Ένα ακαθόριστο μουγκρητό ήταν το μόνο που έλαβε για απάντηση. «Γλυκό με γάλα;», τον ρώτησε από μακριά.
«Βιτριόλι με ρίγανη!», ήταν η θυμωμένη απάντηση του Τζο, καθώς έσπρωχνε νυσταγμένα τις ρόδες του καροτσιού του προς την τουαλέτα.
«Σου έβαλα και μερικές σταγόνες μπέρμπον στον καφέ για να ξυπνήσεις», τον κανάκεψε επιστρέφοντας. Ο γέρο - Τζο είχε ανοίξει το παράθυρο κι αγνάντευε έξω καπνίζοντας.
«Ελπίζω μόνο, για το καλό σου, ασπόνδυλε φιδέμπορα, να είναι εξαιρετικά σημαντικός ο λόγος που με ξύπνησες», γρύλισε θυμωμένα κι έφτυσε στο πάτωμα. Ο Τζόνι χαμογέλασε πονηρά και κατευθύνθηκε προς το μικρό στερεοφωνικό, ενόσω ο φίλος του τραβούσε τις πρώτες τζούρες υγρής καλημέρας. Αρκετά σιωπηλά λεπτά αργότερα, οι δυο τους ήταν σε θέση να επικοινωνήσουν καλύτερα. Ο Τζόνι έβγαλε με προσοχή τον κιτρινισμένο φάκελο απ' την τσέπη του και του τον παρέδωσε.
«Ο θησαυρός μου», του ψιθύρισε συγκινημένος. «Είσαι ο πρώτος που το μαθαίνεις». Παρακολούθησε τις κινήσεις του Τζο, όση ώρα άνοιγε νευρικά τον φάκελο και βυθιζόταν με περιέργεια στα μικρά πλάγια γράμματα. Τα φρύδια του έσμιγαν όλο και περισσότερο, όσο τα μάτια του σάρωναν με δυσκολία τις ξεθωριασμένες λέξεις.
«Μα τα τριακόσια γερασμένα άλογα της μηχανής μου, πανάθεμά με αν καταλαβαίνω λέξη», μούγκρισε βραχνά μόλις διάβασε και την τελευταία αράδα. Τα μάτια του Τζόνι τον κάρφωναν υπόγεια και πονηρά.
«Ξαναδιάβασέ το αργά και πες μου ποια ιδέα σου περνάει αυτόματα απ' το μυαλό», τον προέτρεψε παιχνιδιάρικα. Ο Τζο βυθίστηκε με ακόμα περισσότερη περιέργεια αυτή τη φορά, επιχειρώντας να μαντέψει τον γρίφο του φίλου του.
«Η πρώτη ιδέα που μου περνάει απ' το μυαλό είναι να σε πετάξω κλοτσηδόν απ' το παράθυρο και να συνεχίσω τον ύπνο μου!», γρύλισε νυσταγμένα. Κατόπιν έριξε ακόμα μια ματιά στο κείμενο και συνέχισε. «Ένα πληγωμένο παλικάρι έχασε τ' αδέρφια του στον εμφύλιο κι έπαθε παράκρουση, γεμίζοντας με πόνο τούτο το αρχαίο χαρτί». Το ύφος του έδειχνε ότι πάσχιζε απεγνωσμένα να κάνει πρωινούς σύνθετους συνδυασμούς.
«Και πώς το έλεγαν το πληγωμένο παλικάρι, αγουροξυπνημένε γίγαντα;», τον ρώτησε γεμάτος ενέργεια ο νεαρός.
«Γιάννη το έλεγαν! Κερδίζω φούρνο μικροκυμάτων; Χαίρω πολύ! Κι εμένα με λένε Τζο κι εσένα Τζόνι! Δώσ' μου τον φούρνο μικροκυμάτων να σε ψήσω ζωντανό, να σταματήσεις να με ταλαιπωρείς πρωινιάτικα», γκρίνιαξε αδυνατώντας να συλλάβει τον αινιγματικό συνειρμό του κολλητού του.
«Κοντά είσαι, άρχοντα!», του φώναξε ενθαρρυντικά ο Τζόνι. «Για ξαναδιάβασε παρακάτω το κείμενο και προχώρα λίγο ακόμα τη σκέψη σου», τον προέτρεψε. Ο Τζο έξυσε αμήχανα το ανακατεμένο μούσι του, κοιτώντας σκοτεινά πότε τον Τζόνι και πότε το χαρτί...
Σχόλια