Ποιητικά πορτραίτα μηνών, Μάρτιος
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ, ΜΑΡΤΙΟΣ 1972 |
______________________________________________________________
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, ΤΟ ΕΡΗΜΟΝΗΣΙ
(από Τα Ρω του Έρωτα, 1972)
Γεια σου Απρίλη
γεια σου Μάρτη
και πικρή Σαρακοστή
βάζω πλώρη και κατάρτι
και γυρεύω ένα νησί
που δε βρίσκεται στο χάρτη.
Το κρατάνε στον αέρα
τέσσερα χρυσά πουλιά
δε γνωρίζω εκεί πέρα
ούτε κλέφτη ούτε φονιά
ούτε μάνα και πατέρα.
Τα λουλούδια μεγαλώνουν
κάθε νύχτα τρεις οργιές
τις ακρογιαλιές ισκιώνουν
και τα δέντρα στις πλαγιές
σαν καβούρια σκαρφαλώνουν.
Μες στης ερημιάς τ’ αγέρι
όλ’ αγιάζουνε μεμιάς
πιάνεις του Θεού το χέρι
και τα κύματα ακουμπάς
σαν αγριοπεριστέρι.
Γεια σας έχτρες γεια σας μίση
και γινάτι καθενός
άμα βρεις το ερημονήσι
όλα τ’ άλλα είναι καπνός
μια φορά να το ‘χεις ζήσει».
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, ΤΑ ΕΛΛΗΝΑΚΙΑ
(από Τα Ρω του Έρωτα, 1972)
Τον Μάρτη περικάλεσα
και τον μικρό Νοέμβρη
Τον Αύγουστο τον φεγγερό
κακό να μη μας έβρει
Γιατ’ είμαστε μικρά παιδιά
είμαστε δυο Ελληνάκια
Μες στα γαλάζια πέλαγα
και στ’ άσπρα συννεφάκια
Γιατ’ είμαστε μικρά παιδιά
κι η αγάπη μας μεγάλη
Που αν τη χωρέσουμε απ’ τη μια
περσεύει από την άλλη
Κύματα σύρετε ζερβά
κι εσείς τα σύννεφα δεξιά
Φάληρο με Περαία
μια γαλανή σημαία.
ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ, ΤΟΠΙΟ
(απο τις Παρενθέσεις, 1956)
Ερειπωμένοι τοίχοι. Εγκατάλειψη….
Περασμένες μορφές κυκλοφορούνε αδιάφορα
Χρόνος παλιός χωρίς υπόσταση
Τίποτα πια δε θ’ αλλάξει δω μέσα.
Είναι μια ήρεμη σιωπή, μην περιμένεις απάντηση
Κάποια νύχτα μαρτιάτικη χωρίς επιστροφή,
Χωρίς νιότη, χωρίς έρωτα, χωρίς έπαρση περιττή.
Κάθε Μάρτη αρχίζει μιαν Άνοιξη.
Το βιβλίο σημαδεμένο στη σελίδα 16.
Το πρόγραμμα της συναυλίας για την άλλη Κυριακή.
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ, ΟΥΤΟΠΙΕΣ
(απο τα Ποιήματα, 1998)
Καθ’ οδόν
(7 και 30’ πρωινή προς εργασίαν)
συναντώ τον Μάρτιο
ευδιάθετον,
υπαινιγμών πλήρη
περί ανοίξεως και λοιπά.
Αναβάλλω την υπόστασή μου
ανακόπτω τη σύμβασή μου
με το χειμώνα
και διασπείρομαι σε χώμα.
Μια μικρή γη φυσική συντελούμαι,
ξαπλωμένη, απλωμένη
απέναντι στο
καθ’ όλα σύμφωνο
σύμπαν.
Φυτεύομαι άνθη,
ανθίζω συναισθήματα,
και είμαι πολύ καλά
εις άπλετον προορισμόν
και τοποθέτησιν.
«Απαγορεύεται η άνοιξις!»
ξάφνου μια πινακίδα – σύννεφο
απειλεί. Αμέσως
μια βροχή άρχισε κι έλεγε
εις βάρος της ανοίξεως
και εις βάρος μου,
ένας δύσθυμος άνεμος
μου κατάσχει τα άνθη,
μου κατάσχει τα συναισθήματα
και μ’ οδηγεί στο Γραφείο.
Παράβασις, λοιπόν, βαρεία,
και μάλιστα καθ’ οδόν,
από κυρία σχεδόν ώριμη
με οικογενειακές υποχρεώσεις,
και πολυετή θητείαν
εις Δημοσίαν θέση
και χειμώνες.”
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, ΜΑΡΤΙΟΣ
Στις 21 Μαρτίου 1882, στο φιλολογικό περιοδικό ΕΣΤΙΑ δημοσιεύτηκε ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά για το μήνα Μάρτιο. Ο ποιητής δεν είχε εκδώσει ακόμη τις μεγάλες του ποιητικές συλλογές, ενώ και το συγκεκριμένο ποίημα δεν μπορεί να θεωρηθεί σπουδαίο. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για ποίημα που έγραψε κατά την παιδική ή την πρώιμη εφηβική του ηλικία, καθώς στο τέλος αναφέρει ότι αυτό γράφτηκε "Εν Μεσολογγίω" - ο Παλαμάς έζησε στο Μεσολόγγι μεταξύ 1867 και 1875, δηλαδή μεταξύ 8 και 16 ετών.
Το ποίημα είναι ο μονόλογος μιας μητέρας προς το παιδί της για τα καλά του μήνα: από το μάρτη που ετοίμασε για το παιδί της, ώστε να το φορέσει στο λαιμό για να μην το κάψει ο ήλιος, μέχρι τα λουλούδια που ανθίζουν, τον Ευαγγελισμό και την εθνική γιορτή.
Ροδίζ' η πρώτη του Μάρτη μέρα,
Και στο παιδάκι της η μητέρα
Γελώντας πάει:
"Με μάρτη έρχομαι το λαιμό σου
Να στεφανώσω. Σαν άγγελός σου
Θα σε φυλάει.
"Από χρυσάφι, προτού να φέξει,
Με τι φροντίδα τον έχω πλέξει
Για σε, χρυσό μου!
Με κάθε χρώμα τον έχω ντύσει,
Ουράνιο τόξο, που θα στολίσει
Τον ουρανό μου.
"Αρχίζει ο ήλιος σαν πρώτα πάλι
Να τρέχει ελεύθερος στην αγκάλη
Γαλάζιου αιθέρα.
Λιώνουν τα χιόνια, κι όσ' απομένουν
Άσχημα νέφη, κι αυτά μορφαίνουν
Μέρα τη μέρα.
"Αρχίζει ο ήλιο σαν πρώτα πάλι
Να ξετρυπώνει αγάλι αγάλι
Τα λουλουδάκια
Δειλά κρυμμένα μέσα στο χώμα.
Κι ύστερ' απ' τ' άνθη, φροντίζει ακόμα
Για τα παιδάκια.
"Κι όποιο παιδάκι με μάρτη βλέπει,
Χρυσή στα χρόνια τ' απλώνει σκέπη,
Το καμαρώνει.
Γιατί του Μάρτη η αλυσίδα
Μάνας χεράκι, μάνας φροντίδα
Του φανερώνει.
"Και όποιο πάλι το ιδεί να τρέχει
Δίχως στεφάνι Μαρτιού να έχει,
Δεν τ' αγαπάει.
Κακό παλιόπαιδο το νομίζει,
Ακούς, παιδί μου; και το μαυρίζει
Και τ' αρρωστάει.
"Μα το δικό σου σαν αντικρύσει
Λαμπρό στολίδι, θα σ' αγαπήσει
Όσο κανένα.
Κι η ίδια ακτίνα του θα σε φιλήσει
Το πιο ωραίο που θα γεννήσει
Άνθος, κι εσένα!
"Ο Μάρτης θεία είν' ευλογία!
Σα χελιδόνι ή ευτυχία
Στα σπίτια μπαίνει.
Και η υγεία σα μαϊστράλι
Στο γαλανόλευκο περιγιάλι
Μας ανασταίνει.
Αυτός, μ' αγγέλου φτερά κινάει
Και το Χριστό της πρωτομηνάει
Στην Παναγία.
Και στην πατρίδα επαναστάτης,
Ο Μάρτης έφερε τη γλυκιά της
Ελευθερία.
"Να του σπιτιού μας το χελιδόνι
Εις την παλιά του φωλιά σιμώνει,
Και σε ζητάει.
Πρόβαλε, δέξου το... Στο λαιμό σου
Πώς μοιάζει ο μάρτης! σαν άγγελος
Θα σε φυλάει".
Στις 21 Μαρτίου 1882, στο φιλολογικό περιοδικό ΕΣΤΙΑ δημοσιεύτηκε ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά για το μήνα Μάρτιο. Ο ποιητής δεν είχε εκδώσει ακόμη τις μεγάλες του ποιητικές συλλογές, ενώ και το συγκεκριμένο ποίημα δεν μπορεί να θεωρηθεί σπουδαίο. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για ποίημα που έγραψε κατά την παιδική ή την πρώιμη εφηβική του ηλικία, καθώς στο τέλος αναφέρει ότι αυτό γράφτηκε "Εν Μεσολογγίω" - ο Παλαμάς έζησε στο Μεσολόγγι μεταξύ 1867 και 1875, δηλαδή μεταξύ 8 και 16 ετών.
Το ποίημα είναι ο μονόλογος μιας μητέρας προς το παιδί της για τα καλά του μήνα: από το μάρτη που ετοίμασε για το παιδί της, ώστε να το φορέσει στο λαιμό για να μην το κάψει ο ήλιος, μέχρι τα λουλούδια που ανθίζουν, τον Ευαγγελισμό και την εθνική γιορτή.
Ροδίζ' η πρώτη του Μάρτη μέρα,
Και στο παιδάκι της η μητέρα
Γελώντας πάει:
"Με μάρτη έρχομαι το λαιμό σου
Να στεφανώσω. Σαν άγγελός σου
Θα σε φυλάει.
"Από χρυσάφι, προτού να φέξει,
Με τι φροντίδα τον έχω πλέξει
Για σε, χρυσό μου!
Με κάθε χρώμα τον έχω ντύσει,
Ουράνιο τόξο, που θα στολίσει
Τον ουρανό μου.
"Αρχίζει ο ήλιος σαν πρώτα πάλι
Να τρέχει ελεύθερος στην αγκάλη
Γαλάζιου αιθέρα.
Λιώνουν τα χιόνια, κι όσ' απομένουν
Άσχημα νέφη, κι αυτά μορφαίνουν
Μέρα τη μέρα.
"Αρχίζει ο ήλιο σαν πρώτα πάλι
Να ξετρυπώνει αγάλι αγάλι
Τα λουλουδάκια
Δειλά κρυμμένα μέσα στο χώμα.
Κι ύστερ' απ' τ' άνθη, φροντίζει ακόμα
Για τα παιδάκια.
"Κι όποιο παιδάκι με μάρτη βλέπει,
Χρυσή στα χρόνια τ' απλώνει σκέπη,
Το καμαρώνει.
Γιατί του Μάρτη η αλυσίδα
Μάνας χεράκι, μάνας φροντίδα
Του φανερώνει.
"Και όποιο πάλι το ιδεί να τρέχει
Δίχως στεφάνι Μαρτιού να έχει,
Δεν τ' αγαπάει.
Κακό παλιόπαιδο το νομίζει,
Ακούς, παιδί μου; και το μαυρίζει
Και τ' αρρωστάει.
"Μα το δικό σου σαν αντικρύσει
Λαμπρό στολίδι, θα σ' αγαπήσει
Όσο κανένα.
Κι η ίδια ακτίνα του θα σε φιλήσει
Το πιο ωραίο που θα γεννήσει
Άνθος, κι εσένα!
"Ο Μάρτης θεία είν' ευλογία!
Σα χελιδόνι ή ευτυχία
Στα σπίτια μπαίνει.
Και η υγεία σα μαϊστράλι
Στο γαλανόλευκο περιγιάλι
Μας ανασταίνει.
Αυτός, μ' αγγέλου φτερά κινάει
Και το Χριστό της πρωτομηνάει
Στην Παναγία.
Και στην πατρίδα επαναστάτης,
Ο Μάρτης έφερε τη γλυκιά της
Ελευθερία.
"Να του σπιτιού μας το χελιδόνι
Εις την παλιά του φωλιά σιμώνει,
Και σε ζητάει.
Πρόβαλε, δέξου το... Στο λαιμό σου
Πώς μοιάζει ο μάρτης! σαν άγγελος
Θα σε φυλάει".
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ, Ο ΜΑΡΤΗΣ
Ο Μάρτης βάλλει τ' Απριλιού τα γλαμπυρά φορέματα,
και καταβαίν' απ' τ' αψηλά με των βουνών τα ρέματα,
κι αυτού που είν' οι κάμποι
φωτοβολά και λάμπει.
Στο σπιτικό τους τα δενδρά ριγούν και συμμαζεύονται,
τ' άνθη στους κόρφους των βαθιά κοιμούνται κι ονειρεύονται,
και τα λουλούδια 'κόμα
δεν βγήκαν απ' το χώμα.
- Δενδρά, ο Μάρτης τα λαλεί, για αφήστε τα καμώματα!
Άνθη, τα μάτια ανοίξετε και βγείτ' από τα στρώματα!
Να ιδείτε τι σας φέρει
το μαγικό μου χέρι!
Εγώ μ' ο μήνας, που γυρνά σε κάθε χρόνου κύλιμα,
και φέρει μόσχους και θωριές εις τ' άνθη μ' ένα φίλημα,
και φέρ' εις κάθε κόρη
ένα καλό αγόρι.
Τ' ακούνε τ' άνθη και κοτούν κι ανοίγουν τα χειλάκια τους·
και μισανοίγουν τα δενδρά τα πράσινα ματάκια τους·
τα ρόδα που κοιτάζουν
φθονούν κι αυτά και σχάζουν.
Τ' ακούει κ' η αμυγδαλιά, κορίτσι κουτοπόνηρο,
κι από τον ύπνο πλανευτή, ερωτεμέν' απ' όνειρο,
πα στα γυμνά της κάλλη
νυφιάτικ' άνθη βάλλει.
- Καλό στον εύμορφο το νιό, που ψες τον ονειρεύθηκα,
που στο γλυκό μου τ' όνειρο είδα πως τον πανδρεύθηκα!
Σαν τι καλά με φέρει
το γκαρδιακό μου ταίρι;
Της φέρνει στρώμ' απ' το Χιονιά κι απ' το Βοριά παπλώματα·
τη νύχτα κάμνουν τη χαρά, και πα στα ξημερώματα
της αγκαλιάς του η πάχνη
την εύμορφην αδράχνει!
Της κάμνει σάβανο χλωμό το νυμφικό της φόρεμα·
της βάνει μοιρολογητή ένα ψυχρό θολόρεμα·
κ' εκείνο κλαί' και σκάφτει,
και ρίχνει και την θάφτει.
Ο Μάρτης βάλλει τ' Απριλιού τα γλαμπυρά φορέματα,
και καταβαίν' απ' τ' αψηλά με των βουνών τα ρέματα,
κι αυτού που είν' οι κάμποι
φωτοβολά και λάμπει.
Στο σπιτικό τους τα δενδρά ριγούν και συμμαζεύονται,
τ' άνθη στους κόρφους των βαθιά κοιμούνται κι ονειρεύονται,
και τα λουλούδια 'κόμα
δεν βγήκαν απ' το χώμα.
- Δενδρά, ο Μάρτης τα λαλεί, για αφήστε τα καμώματα!
Άνθη, τα μάτια ανοίξετε και βγείτ' από τα στρώματα!
Να ιδείτε τι σας φέρει
το μαγικό μου χέρι!
Εγώ μ' ο μήνας, που γυρνά σε κάθε χρόνου κύλιμα,
και φέρει μόσχους και θωριές εις τ' άνθη μ' ένα φίλημα,
και φέρ' εις κάθε κόρη
ένα καλό αγόρι.
Τ' ακούνε τ' άνθη και κοτούν κι ανοίγουν τα χειλάκια τους·
και μισανοίγουν τα δενδρά τα πράσινα ματάκια τους·
τα ρόδα που κοιτάζουν
φθονούν κι αυτά και σχάζουν.
Τ' ακούει κ' η αμυγδαλιά, κορίτσι κουτοπόνηρο,
κι από τον ύπνο πλανευτή, ερωτεμέν' απ' όνειρο,
πα στα γυμνά της κάλλη
νυφιάτικ' άνθη βάλλει.
- Καλό στον εύμορφο το νιό, που ψες τον ονειρεύθηκα,
που στο γλυκό μου τ' όνειρο είδα πως τον πανδρεύθηκα!
Σαν τι καλά με φέρει
το γκαρδιακό μου ταίρι;
Της φέρνει στρώμ' απ' το Χιονιά κι απ' το Βοριά παπλώματα·
τη νύχτα κάμνουν τη χαρά, και πα στα ξημερώματα
της αγκαλιάς του η πάχνη
την εύμορφην αδράχνει!
Της κάμνει σάβανο χλωμό το νυμφικό της φόρεμα·
της βάνει μοιρολογητή ένα ψυχρό θολόρεμα·
κ' εκείνο κλαί' και σκάφτει,
και ρίχνει και την θάφτει.
Σχόλια