Μεθυστικός Έρωτας
Μέσα
στα γινόμενα αμπέλια γεννιόταν ο έρωτας…
Τρέχαμε
στους αμμολόφους ανέμελοι
κυνηγώντας
τα όνειρα.
Έκοβες
το χρυσό τσαμπί απ’ τ’ αμπέλι,
δάγκωνες
τη ζουμερή-μεστή του ρόγα,
που
έσταζε τους ρευστούς χυμούς της στα χείλη μου.
Εσύ
μεθυστικέ μου Έρωτα,
μακριά
από περιορισμούς κι αποκρυσταλλώσεις
γεμάτος
από πρωτόγνωρους ανεξερεύνητους πόθους
άφηνες
να χυθούν οι χυμοί της ηδονής
στα
νεανικά αναμμένα κορμιά μας.
Κι
ήταν ζεστός, καυτός ο έρωτας,
σαν
από μέθη οίνου εκλεκτού
που
η ζύμωση του αργούσε
και
η αναμονή τον έκανε πολύτιμο.
Ζαλισμένοι
απ’ το κρασί της αγάπης,
χτυπημένοι
απ’ τ ’αγέρι της θάλασσας
και
της ζωής την ευπρόσδεκτη τρικυμία,
πνιγμένοι
στα πλούτη της νιότης μας
και
λουσμένοι απ’ τον ήλιο του καλοκαιριού,
στην
καυτή ψιλή άμμο των αμμολόφων
ανάμεσα
στα παραθαλάσσια μεθυσμένα αμπελοτόπια
του
κατεργάρη έφηβου θεού Διόνυσου,
-που
η Γη με τον κισσό έσωσε
και
λατρεύτηκε όσο άλλος κάνεις-
ο
Ορφέας υμνούσε την αγάπη μας
και
η Αφροδίτη ευλογούσε τον ερώτα μας
καθώς
η θάλασσα έμπλεκε τα νερά της στα
κορμιά
μας, απατημένη απ’ τον ουρανό
που
αρνιόταν το κάλεσμα της στο παιχνίδι.
Να
πίνω και να μεθώ απ’ το γλυκό φιλί σου
Ερώτά
μου παντοτινέ και πολύτιμε
σαν
το παλιό καλό κόκκινο κρασί
χύνεσαι
και ωριμάζεις μέσα μου,
αίμα
που χτυπάει στις φλέβες.
Αιώνιε
Αγαπημένε,
μαζί έως σήμερα παλαιώνουμε τη ζωή μας,
καρτερικά
στην αιωνιότητα…
Σχόλια